Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

To μυστήριο της Αιγύπτου

(της Άννας Δαμιανίδη-Αναδημοσίευση από http://pezotis.blogspot.com/2010/10/to.html)

Η ανάμνηση του πολέμου ήταν ζωηρή όταν ήμασταν παιδιά εμείς που γεννηθήκαμε στη δεκαετία του ’50. Κάθε 28η Οκτωβρίου, το μεσημέρι μετά το φαγητό, ο πατέρας μου μας διηγόταν την προσωπική του εμπλοκή στον πόλεμο. Μέναμε καθισμένοι στο τραπέζι και μας μίλαγε, έπαιζαν τα χέρια του μηχανικά με τη φρουτιέρα, κι η μαμά την κοίταζε καθώς τη χόρευε στο τραπεζομάντιλο επάνω, μήπως τη σπάει. Δεν έσπασε η φρουτιέρα, ακόμα υπάρχει, κι όταν τη βλέπω στο πατρικό μου θυμάμαι τον πατέρα μου κι εκείνες τις διηγήσεις. Ήταν Έφεδρος Αξιωματικός. Τον είχαν πρώτα στείλει στα βόρεια σύνορα, κι όταν κατέρρευσε το μέτωπο είχε φύγει μέσω Τουρκίας για την Αίγυπτο να καταταγεί στις ελληνικές ταξιαρχίες που συνέχιζαν να πολεμούν εκεί μαζί με τους εγγλέζους. Οι ταξιαρχίες αυτές είχαν πάρει μέρος στη μάχη του Ελ Αλαμέιν, αλλά ο πατέρας μου δεν επέμενε στις περιγραφές εκείνης της μάχης, ούτε και καμιάς άλλης μάχης. Κατά βάθος ήταν καλλιτέχνης, για να αγκιστρώνει λοιπόν την προσοχή μας διηγόταν κάποια περιστατικά και λεπτομέρειες που μας έμεναν στο μυαλό. Από το Ελ Αλαμέιν ας πούμε θυμάμαι μόνο τα μακαρόνια που έτρωγαν και είχαν μέσα άμμο της ερήμου, την οποία κρατσάνιζαν υποχρεωτικά. Για να πάμε πιο πίσω, από την αναχώρησή του στις 28 Οκτωβρίου, με τα πρώτα τρένα, θυμάμαι τη βιασύνη του να πάει να πολεμήσει. Γιατί βιαζόταν τόσο πολύ; Η μεγάλη του αδερφή που ήταν παντρεμένη κι είχε τρία παιδιά, του έλεγε ότι μπορούσε να περιμένει μια μέρα. Εκείνος όμως δεν κρατιόταν. Επέμενε να φύγει την πρώτη μέρα, τρελός από ενθουσιασμό, ‘επειδή πήγαινα να πολεμήσω το φασισμό’ μας έλεγε, κι εμείς το θεωρούσαμε απολύτως φυσικό. Κι αφού δεν μπορούσε να τον πείσει, κι αφού επέμενε να ταξιδέψει όρθιος και στριμωγμένος, του γλίστρησε μια λίρα στην τσέπη καθώς τον αποχαιρετούσε στο σταθμό. Λίρα, εικοσάρικο, δεν θυμάμαι πια. Δεν ζουν κανένας από τους δυο τους για να το διευκρινίσω. Και τι αξία είχαν τότε τα εικοσάρικα κι οι λίρες; Ιδέα δεν έχω. Όμως νιώθω το νόμισμα να πέφτει στον πάτο της τσέπης, στο χοντρό στρατιωτικό ύφασμα, σα μικρό φυλακτό, νιώθω το ελαφρύ του βάρος να ακολουθεί το νεαρό έφεδρο σε κείνο το μακρύ ταξίδι. Θυμάμαι αυτό το χέρι, της μεγάλης αδερφής που χαϊδεύει το σακάκι του μικρού της αδερφού καθώς φεύγει για το μέτωπο. Μεγαλώνοντας λίγο άρχισα να απορώ. Όταν έμαθα λεπτομέρειες για το καθεστώς του Μεταξά ας πούμε. Εκείνο το ‘πήγαινα να πολεμήσω το φασισμό’ με μπέρδευε. Μα γιατί δεν τον πολεμούσατε εδώ το φασισμό, σκεφτόμουνα, αλλά δεν έβρισκα ευκαιρία να το διατυπώσω. Ακόμα το σκέφτομαι, κι ο πατέρας μου είναι εικοσιδύο χρόνια που έχει πεθάνει. Σε κάθε φάση της ζωής μου βρίσκω κι άλλη απάντηση. Τώρα ας πούμε, που βλέπω το φασισμό τόσο ζωντανό και απειλητικό εδώ πέρα, καταλαβαίνω ότι είναι πιο εύκολο να τον πολεμάς στα σύνορα από ότι στην ίδια την πόλη σου, κι ακόμα ότι είναι ανακουφιστικό να μπορείς πια να πάρεις θέση. Με τον Άξονα ή με τους Συμμάχους, θα σκέφτονταν πολλοί που έβλεπαν το Μεταξά να μοιάζει με τους φασίστες πολύ περισσότερο από ότι με τα δημοκρατικά καθεστώτα, κι ίσως υπήρχαν αμφιβολίες ως προς τη στάση του. Με τους Συμμάχους λοιπόν, επιτέλους ήξεραν εκείνη την ημέρα με τίνος το μέρος ήταν, κι ο πατέρας μου ήταν με το μέρος εκείνων που ήθελε. Των δημοκρατικών. Όταν θα κέρδιζαν τον πόλεμο θα ήταν υποχρεωτικό, λογικά, να έχει και η Ελλάδα δημοκρατία. Κάποτε, πολύ αργότερα από την εποχή εκείνων των επετειακών διηγήσεων, βρήκα το σημειωματάριο του πατέρα μου καταχωνιασμένο κάπου, ένα μικρούτσικο φθαρμένο τετραδιάκι δεμένο με κόκκινο χαρτί. Το κρατούσε όσο ήταν στο οχυρό Λίσε. Βόμβες, όπλα, πολυβόλα, πόλεμος, θέσεις που κινδυνεύουν, προελάσεις, υποχωρήσεις, όλο για τέτοια έγραφε το ξεθωριασμένο από δεκαετίες μελάνι. Όμως σε μας δεν έλεγε τέτοια. Σε μας έλεγε για το άλογο του. Ήταν στο ιπποκίνητο πυροβολικό. Έλεγε για το φίλο του το Ζώη, που όταν τους ανάγγειλαν την παράδοση της Θεσσαλονίκης είχε βάλει τα κλάματα και του φώναζε πως είναι ψέματα, ψέματα, και τον έσπρωχνε να σταματήσει να μιλάει. Μας έλεγε και για έναν μόνιμο αξιωματικό, που ποζάριζε με το σπαθί στον καθρέφτη ενός δωματίου όπου έμεναν μαζί, όταν πια είχαν νικηθεί οι Έλληνες και οι Γερμανοί είχαν πει ότι θα μπορούσαν ωστόσο να κρατήσουν τη στολή τους. Κοιταζόταν από το πλάι εκείνος ο τύπος κι έλεγε ευχαριστημένος: ‘Μμμ ωραίος θα είμαι με το σπαθάκι μου!’ Μας έλεγε, τέλος, για την απόφαση του να φύγει κρυφά με κείνον το Ζώη, ή κάποιος άλλος ήτανε, δεν θυμάμαι πια. Να φύγουν με τα άλογα για νότια. Είχαν εντολή να παραδώσουν το υλικό, και ‘εγώ δεν παραδίδω’ είπε ο Ζώης. ‘Πάμε να φύγουμε’. Και που έτρεξαν με τα άλογα μέχρι τη θάλασσα, και κάποια στιγμή γλίστρησε το άλογο κι έπεσε στο χιόνι, εκεί κοντά στο Νευροκόπι. Και τότε μια γυναίκα ήρθε και τον βοήθησε, μια γυναίκα με μαντήλι που τον έπιασε από τις μασχάλες και του έλεγε: ‘Μάνουσκα, μάνουσκα..’ Και πιο πολύ απ’ όλα θυμάμαι κι ακόμα ξεσηκώνομαι μέσα μου, εκείνο το όμορφο άλογο που αφού τον πήγε μέχρι τη θάλασσα, λαχανιασμένο και κουρασμένο, είχε φτάσει η στιγμή να το αφήσει. Και τότε ξαφνικά το άλογο εκείνο ήταν το υλικό που θα έπρεπε να είχε παραδώσει. Αν το άφηνε θα το έπαιρναν οι Γερμανοί, και κλαίγοντας, έβγαλε το πιστόλι και το σκότωσε. Ύστερα μπήκαν οι δυο άντρες σε μια βάρκα και τραβώντας όλη τη νύχτα κουπί, έφτασαν στη Θάσο.


-Μα γιατί το σκότωσες το αλογάκι, ρωτούσαμε κάθε φορά, ο αδερφός μου κι εγώ, κλαίγοντας το κι εμείς τόσα χρόνια αργότερα. -Σας είπα, θα το έπαιρναν οι Γερμανοί!

-Και τι πείραζε; Μας εξηγούσε ο μπαμπάς μου ο καημένος τι πείραζε που θα το έπαιρναν οι Γερμανοί, αλλά εμείς κατά βάθος δεν συμφωνήσαμε ποτέ ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει το αλογάκι.

Τέτοια γενιά ήμασταν εμείς, πολυτελείας, κι ακόμα και τώρα που έχω ωριμάσει και γερνάω, ακόμα και τώρα δεν έχω πειστεί ότι θα πείραζε τόσο πολύ να είχε ζήσει το αλογάκι, κι ας το είχαν πάρει οι Γερμανοί. Από τη Θάσο η αφήγηση δεν είχε θησαυρισμένα επεισόδια, και βιαστικά περνούσαμε στη Μυτιλήνη, όπου είχε συναντήσει τα αδέρφια του τυχαία στο λιμάνι. Ο μεγάλος του αδερφός δεν είχε στρατευτεί λόγω αναπηρίας και μετέφερε μαζί του το αρχείο της Εθνικής Τραπέζης Ξάνθης. Έμεναν στην Ξάνθη τότε εκείνοι. Είχε φύγει για τη Μυτιλήνη μαζί με τη μικρή τους αδερφή την Ολυμπία, την οδοντίατρο. Γινόταν ένας χαμός στο λιμάνι της Μυτιλήνης, έρχονταν, από τα μέρη που έπαιρναν οι Γερμανοί, φαντάροι κι αξιωματικοί για να περάσουν στην Τουρκία, η οποία ήταν τότε ουδέτερη, και να συναντήσουν στην Αίγυπτο τον ελληνικό στρατό, έρχονταν πρόσφυγες σαν τα αδέρφια του πατέρα μου, άνθρωποι που δεν ήξεραν πού να πάνε και τι τους περιμένει. Ειδήσεις δικές του δεν είχαν στην οικογένεια, κι εκείνος δεν ήξερε τι γίνονταν εκείνοι, και ξαφνικά μέσα στον κόσμο τον είδαν να περπατάει και άρχισαν σαν τρελοί να φωνάζουν: ‘Ο Σπύρος μας, ο Σπύρος μας!’ Αυτή τη συνάντηση πιο πολύ μου την είχε περιγράψει η θεία μου η Ολυμπία παρά ο μπαμπάς μου, που ήταν τότε σε πολύ περιπετειώδη κατάσταση για να συγκλονιστεί συναντώντας τα αδέρφια του. Συνέχισε εκείνος προς Τουρκία, κι ύστερα πέρασε στη Χίο κι από κει στην Αίγυπτο, ενώ οι δυο άμαχοι μαζί με το αρχείο τους πήγαν στην Αθήνα όπου δεν ξέρω τι απέγινε. Το αρχείο εννοώ. Μπορεί να το παρέδωσαν στην Τράπεζα και να κατέληξε στους Γερμανούς, ή να τους είπαν να το κρύψουν. Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για εκείνο το αρχείο, που δεν είχε ψυχή στο κάτω- κάτω, όπως το άλογο που θυσιάστηκε για να μη γίνει κτήμα του κατακτητή. Στην Τουρκία ο πατέρας μου έκανε το διερμηνέα, αφού ήξερε τούρκικα λόγω καταγωγής, κι έτσι βοηθώντας τους άλλους πέρασε στη Χίο, όπου συνέβη το πιο αξέχαστο περιστατικό της περιπλάνησης αυτής. Στη Χίο τον φιλοξένησε κάποιος εφοπλιστής στο σπίτι του. Είχε μια ωραία κόρη, κι όπως ήταν κι ο μπαμπάς μου τότε νέος και γοητευτικός και πολύ ευαίσθητος στο ωραίο φύλο, φλερτάρανε οι δυο τους πολύ ευχάριστα μέχρι την ώρα του ύπνου, ο οποίος μετά από καιρό ήταν πολυτελής: καθαρά, τριζάτα σεντόνια, αφράτα μαξιλάρια κλπ. Το άλλο πρωί ο νεαρός γόης ξύπνησε νωρίς και πήγε για ένα μπανάκι στη θάλασσα. Άφησε τη φανέλα του στα βοτσαλάκια, κολύμπησε, κι όταν γύρισε τι να δει; Ήταν γεμάτη ψείρες η φανέλα. Τότε τις πήρε χαμπάρι τις ψείρες, τότε τις κατάλαβε. Ζώντας μαζί τους μήνες και μήνες τις είχε πλέον συνηθίσει. Γεμάτος ντροπή, σηκώθηκε κι έφυγε από το μέρος εκείνο, χωρίς να γυρίσει στο πλουσιόσπιτο να πάρει την τσάντα του, να χαιρετήσει την κοπέλα!

-Μα καλά, έτσι έφυγες, χωρίς ένα ‘γεια’;

-Σκέψου τι θα έλεγαν για μένα τη στιγμή που θα έβλεπαν το κρεβάτι όπου είχα κοιμηθεί!

-Μα δεν ήταν χειρότερο να φύγεις έτσι, χωρίς να χαιρετήσεις, να πεις ευχαριστώ για τη φιλοξενία; 

-Εγώ δεν άντεξα να γυρίσω, να τους αντικρίσω...

Πάει, δεν τους καταλαβαίναμε αυτούς τους ανθρώπους. Μυστήριες ευθιξίες. Μυστήριες ιδέες. Ανεξήγητα ήθη και έθιμα… Πλατεία Αιγύπτου, κάτω από το Πεδίο του Άρεως. Εκεί δίπλα μέναμε και μένουμε. Πλατεία αφιερωμένη στους Έλληνες που πολέμησαν στην Αίγυπτο. Όμως ο μπαμπάς μου δεν ταυτιζόταν με τους ήρωες αυτούς. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθώς περνούσε στην Αίγυπτο η αφήγηση, καθώς φτάναμε πια υποτίθεται στο κυρίως θέμα μας, το νήμα της μυστηριωδώς χανόταν.

'Την ξέρετε τη συνέχεια, μας έλεγε, πήγα στην ελληνική ταξιαρχία, πολεμήσαμε στο Ελ Αλαμέιν, πληγώθηκε ελαφρά, έμεινα λίγο στο νοσοκομείο, αυτά'. Βέβαια, είχε περάσει η ώρα ενώ μας μιλούσε, σκοτείνιαζε, ο μπαμπάς είχε κουραστεί. 'Μάλλιασε η γλώσσα μου' μας έλεγε, και ακουμπούσε οριστικά τη φρουτιέρα στη θεση της, να πάει για το μεσημεριανό του υπνάκο. Αναγκαστικά το διαλύαμε. Ωστόσο εκείνο το μυστήριο περί της Αιγύπτου δεν έλεγε να διαλυθεί. Καμία χρονιά, όσο ήμασταν παιδιά, δεν έφτασε η περιγραφή μέχρι τα όσα είχαν συμβεί στην Αίγυπτο. Του ξέφευγαν ενίοτε, σε άλλες στιγμές, όχι στις επετειακές εκείνες διηγήσεις, διάφορα πικρά λόγια, που έμεναν μετέωρα να τυραννούν το μυαλό μας χωρίς εξήγηση:

‘Μας είχαν βάλει ένα φύλακα θεώρατο που μας απειλούσε με το αυτόματο, ποιους; Εμάς που πήγαμε μόνοι μας να τους βρούμε για να πολεμήσουμε μαζί τους!’

-Ποιοι μπαμπά;

-Ποιοι;

Έκανε μια στροφή να φύγει, το μετάνιωνε, γύριζε και μου πετούσε: οι Εγγλέζοι.

-Μα πώς; Αφού ήταν μαζί μας οι Εγγλέζοι. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελε να καταλάβω. Μετάνιωνε που μου είχε μιλήσει. Έφευγε, έλεγε κάτι σαν: ‘Άσε, άσε’ και πήγαινε στη δουλειά του. Ήταν πράγματι πολύ περίπλοκο. Καλά, θα μου το εξηγούσε κάποτε. Μήνες μετά το ξανάφερνε η κουβέντα. Έβγαζε ένα τσιγάρο, το κοιτούσε, χαμογελούσε, κι έλεγε: -Θα το καπνίσω ολόκληρο. Και θα το ανάψω με σπίρτο! Με κοιτούσε με νόημα. Χαμογελούσα κι εγώ, ηχώ των λέξεων και των νοημάτων του πιστή κι αφοσιωμένη. Τόσο απολάμβανα την παρουσία του που σπάνια έκανα ερωτήσεις. Μπορεί και να τον κούραζα με τη διαρκή λατρεία μου, γι αυτό συνέχιζε μόνος:

-Έτσι έλεγε ο Θάνος στο Σύρμα…

-Ναι, ο μπαμπάς της Νίνας…

Ο Θάνος ήταν φίλος και συνάδελφος του, είχαν μαζί το δικηγορικό τους γραφείο. Ήταν ψηλός με γαλάζια μάτια, απίστευτα ευγενικός και χαμηλών τόνων, το αντίθετο του πληθωρικού μου μπαμπά. Δεν καταλάβαινα πάντως και πολύ καλά αυτή την ιστορία με το τσιγάρο. -Δηλαδή, πώς αλλιώς να το άναβε; αποφάσισα να ρωτήσω τη χιλιοστή φορά που άκουσα αυτή τη μυστηριώδη φράση.

-Όπως οι άλλοι. Το έκοβαν κομματάκια για να τους κρατήσει, κι ύστερα δεν είχαν σπίρτο, γιατί μας έδιναν από ένα σπίρτο για κάθε τσιγάρο, οπότε, όταν άναβαν ξανά το κομματάκι τους, έψαχναν κάποιον που να καπνίζει ήδη για να πάρουν από την καύτρα του. Ποιοι άλλοι έκοβαν τα τσιγάρα; Ποιοι τα έδιναν σε ποιούς;Το μυστήριο παρέμενε, γινόταν και κάπως πιο πυκνό. -Μα γιατί δεν σας έδιναν τσιγάρα; (άλλα τόσα χρόνια μετά, μέχρι να βρεθεί το θράσος για νέα ερώτηση που θα διέλυε τη μαγεία της φωνής και των εμβληματικών του φράσεων) -Αφού ήμασταν αιχμάλωτοι…

-Των Γερμανών; (χρόνια αργότερα, είπαμε, άλλα τόσα από την προηγούμενη κλπ κλπ) -Όχι, των Εγγλέζων…

-Μα πώς;

-Ήθελαν να μας κάνουν χωροφύλακες στην Ελλάδα!Στροφή και αποχώρηση. Και το μυστήριο να πυκνώνει. Τελικά έμαθα από άλλες πηγές, και το έζησα με τις "Ακυβέρνητες πολιτείες" του Τσίρκα, το περίφημο Κίνημα του Απρίλη 43 στο στρατό της Αιγύπτου, που ήταν σύμφωνα με πολλούς ο πρόλογος στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.

Ο πατέρας μου είχε πάει με τους αριστερούς, επειδή, εξηγούσε σε άλλο περιστατικό:

-Να σου πω πώς έγινα κομμουνιστής; Θέλεις να μάθεις; (ρητορική ερώτηση, εγώ ήθελα να μάθω τα πάντα που τον αφορούσαν, εκείνος δεν ήθελε να τα μάθω) Κατεβαίναμε στο Νείλο με ποταμόπλοιο και καθόμασταν και βλέπαμε τις όχθες, τους αγρότες να δουλεύουν. Και βλέπω μια γυναίκα να σκάβει μαζί με άλλες, κι έναν που γυρνούσε ανάμεσά τους με το καμτσίκι να τη χτυπάει. Ακούς εκεί; Χτυπούσε τη γυναίκα ο άνανδρος, ο αχρείος. Κι αρχίσαμε να φωνάζουμε από το πλοίο, και ούτε που τον ένοιαξε. Ε, εκείνη τη στιγμή έγινα κομμουνιστής. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι. Δεν μπορείς να τους χτυπάς. Πρέπει να τους φέρεσαι με αξιοπρέπεια, όσο φτωχοί κι αν είναι, όποια δουλειά κι αν κάνουν. Οι άνθρωποι είναι ίσοι. Γεννιούνται με ίσα δικαιώματα. Για σκέψου τα μωρά που έρχονται στον κόσμο, δεν είναι όλα ίδια; Σκέψου τα γυμνά μωρά… Οκέι, έγινα κι εγώ λοιπόν κομουνίστρια εκείνη την ίδια στιγμή. Έστω κι αν η διακήρυξη του κομμουνισμού ήταν ελλιπής, νομίζω ότι παρέμεινα κομουνίστρια μέχρι να βεβαιωθώ ότι σαν καθεστώς δεν τηρούσε τις απαράγραπτες αρχές της αξιοπρέπειας και της ισότητας που έμπαιναν πάνω απ’ όλα. Γιατί εκείνη η εικόνα με τα ίσα, γυμνά μωρά χάραξε στο μυαλό μου την έννοια της ισότητας ανεξίτηλα, πιο βαθιά από κάθε νομική ανάλυση και κάθε λογικό επιχείρημα. Αλλά το πώς το θέαμα της γυναίκας που τη χτυπούσαν δίπλα στο Νείλο συνδεόταν με το φρουρό ενός εγγλέζικου στρατοπέδου όπου ο γλυκύτατος κύριος Θάνος προτιμούσε να καπνίζει το τσιγάρο του ολόκληρο, έκανα επίσης κάμποσο καιρό να καταλάβω. Αλλά και όσα κατάλαβα διαφοροποιούνται στο μυαλό μου με τα χρόνια. Καταλαβαίνω τώρα πως ο μπαμπάς μου είχε τις αμφιβολίες του για την ορθότητα του κινήματος εκείνου, εκ των υστέρων, γι αυτό δεν κάθισε ποτέ να το συζητήσει μαζί μου, ακόμα κι όταν μεγάλωσα. Εκείνη η αριστερή ανταρσία των στρατιωτών σε καιρό πολέμου, ήταν τελικά δίκαιη; Όπως τον φέρνω στο μυαλό μου με τις μισοτελειωμένες φράσεις και τα κενά στις διατυπώσεις του, αισθάνομαι ότι δεν ήταν σίγουρος πως δεν είχε στασιάσει και δεν είχε υποφέρει τσάμπα. Ξέρω κιόλας ότι προσπάθησε να συμβιβαστεί γυρίζοντας στην Έλλάδα, έμεινε αριστερός αλλά όχι ΚΚΕ, ψήφιζε ΠαΣοΚ μετά τη μεταπολίτευση. Κατά βάθος ήταν αστός που πίστευε στη δημοκρατία πολύ περισσότερο από τον κομουνισμό. Αλλά αυτούς τους ανθρώπους το σκληροπυρηνικό κράτος της δεξιάς μετά τον πόλεμο μπορούσε να τους κάνει να υπερασπίζονται, πέρα απο τις νεανικές τους επιλογές, ακόμα και ανελεύθερα καθεστώτα. Είκοσι μήνες έμειναν τότε στο 'Σύρμα'. Δημιούργησαν εκεί μέσα ένα είδος αλληλοδιδακτικού σχολείου, όπου ανέβαζαν και παραστάσεις. Οργανώνοντας το σχολείο εκείνο είχε την ευτυχία να ακολουθεί τα ίχνη του πατέρα του, ο οποίος στην πατρίδα τους ήταν πρόεδρος της Σχολικής Εφορίας. Πιο πολύ απ' όλα πίστευαν κι οι δυο στο διαφωτισμό. Τον πίκραινε που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα με εκείνο το σιδερόφραχτο καράβι, που διάφορες κυρίες και δεσποινίδες οι οποίες δεν ήταν καλά πληροφορημένες περί των ανδραγαθημάτων του αξιωματικού από την Αίγυπτο και τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες, γύρισαν την πλάτη τους και την αγκάλη τους μόλις μάθανε τις λεπτομέρειες. Θα ήθελα να έχει ζήσει μέχρι το φθινόπωρο του 1987, όταν αποφάσισε η ελληνική κυβέρνηση επιτέλους, το ΠαΣοκ τότε, να αποφανθεί ότι δεν ήταν προδότες εκείνοι οι άνθρωποι και μάλιστα τους απένειμε παράσημα, ‘αναμνηστικόν μετάλλιον δια την συμμετοχήν εις την αντίστασιν εις Μέσην Ανατολήν’ Αλλά είχε πεθάνει τρεις μήνες πριν, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, και δεν πρόλαβε έστω και για μια στιγμή να χαρεί αυτή την αναγνώριση, αυτή την ανατροπή στο επίσημο βλέμμα. Για κάτι τέτοια, α προπό, εγώ συγχωρώ πολλά στο ΠαΣοκ του Ανδρέα. Για κάτι τέτοια που προσπάθησαν να κλείσουν τις παλιές πληγές. Τέλος. Τρέχει το χέρι μου και γίνανε πολλές οι λέξεις, θα βαρεθούν οι αναγνώστες.

"Μου αρέσει αυτή η φωτογραφία. Εκδρομή στις πυραμίδες. Είναι τόσο νέοι αυτοί οι τρεις, τόσο φωτεινοί κι ευτυχισμένοι. Ο μπαμπάς μου, που τον γνώρισα αρκετά εύσωμο, είναι εδώ τόσο λεπτός. Τον άλλον δεν τον ξέρω, αυτόν που ακουμπάει στην καμήλα, ούτε την κοπέλα, που είναι ντυμένη μεγαλίστικα αλλά αστράφτει από νιάτα. Έτσι ντύνονταν οι κοπέλες τότε, κυρίες από τα δεκάξι τους. Μπορεί να είχαν πόλεμο, να μην ξέρανε πού βρίσκονταν οι οικογένειες τους, αλλά ήταν νέοι και ωραίοι, κι η ζωή συνεχιζόταν. Μια μέρα στις Πυραμίδες, θα είχαν ξεχάσει τους Γερμανούς και τους Εγγλέζους, τους κομμουνιστές και τους φασίστες, και θα σκέφτονταν μονάχα να λένε αστεία, να πιούνε κάτι δροσερό, να ακουμπήσουν το ανοιχτόχρωμο φόρεμα της νεαρής, να φλερτάρουν και να χαράξουν μια γερή ανάμνηση ο ένας στον άλλον. Κοιτάζω με τις ώρες αυτή τη φωτογραφία, λες και περιμένω να πεταχτούν αυτοί οι τρεις οι γελαστοί από κει μέσα και να αρχίσουν να τρέχουν στο δωμάτιο πάνω στην άμμο.. Ζήσανε, χάρηκαν τη ζωή έστω και μέσα σε πολέμους, με βεβαιώνουν με σίγουρο, πλατύ χαμόγελο. Μα ναι, ας ήταν ο φόβος μεγάλος, το σκοτάδι πυκνό, ας είδαν φίλους να πεθαίνουν, είχαν κι αυτοί τις πολυτέλειες τους, είχαν τις συγκινήσεις της σαρκός και της ψυχής, τις διαφυγές τους. Είχε πράγματα να θυμάται ο πατέρας μου, τότε που καθόταν κουρασμένος πια σε μια πολυθρόνα κι αφηνόταν να γεράσει. Τον ευγνωμονώ που μου άφησε ωραίες φωτογραφίες εκδρομών και διασκεδάσεων από εκείνη την ταραγμένη εποχή. "