Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Οι περιπέτειες ενός Κερκυραίου υγειονομικού Εφέδρου Αξιωματικού στον Πόλεμο του '40

Διάλεξη του Αλεξάνδρου Μ. Πολίτη, Ογκολόγου Χειρουργού, στην Αναγνωστική Εταιρεία Κερκύρας (2 Νοεμβρίου 1990)

Κύριε Πρόεδρε, 

Χαίρομαι που βρίσκομαι στη γενέτειρά μου. Χαίρομαι όμως ιδιαίτερα που βρίσκομαι στην Αναγνωστική Εταιρεία, το αιωνόβιο αυτό ίδρυμα στο οποίο τυγχάνετε ο αιρετός Πρόεδρος. Στη δύσκολη αυτή αποστολή εύχομαι να δρέψετε δάφνες επειδή εκτός από την στήριξη της Κερκυραϊκής κοινωνίας διαθέτετε μαζί με τη θέληση προσόντα ακμαίας υγείας και δικηγορικής ευστροφίας για να δώσετε νέα πνοή στην Εταιρεία και να στηρίξετε τα μεγάλα συμφέροντα των κληροδοτημάτων που βαρύνουν μαζί με άλλα Κερκυραϊκά σωματεία την Προεδρία σας. 

Σας ευχαριστώ, Κύριε Πρόεδρε, που μου ζητήσατε να μιλήσω απόψε στην αίθουσα αυτή. Συναισθήματα διάφορα με κατέχουν αυτή τη στιγμή. Πρώτα απ’ όλα μου επανέφερε στη μνήμη τους δεσμούς φιλίας 77 ετών με τον αείμνηστο προκάτοχό σας στο ιστορικό τούτο Ίδρυμα. Ο Κώστας Μούχας ήταν συμμαθητής μου και επιστήθιος φίλος μου. Τον παρακολούθησα σε όλα τα στάδια της ζωής του : του μαθητή, του φοιτητή, στη βιοπάλη, στην αρρώστια των δικών του και του ιδίου, στη πολύχρονη δραστηριότητά του σαν Πρόεδρος της Αναγνωστικής Εταιρείας. Με άλλα λόγια από τα μαθητικά θρανία μέχρι που έγινε επιφανής. Ναι ο Κώστας Μούχας ήταν επιφανής. Πρόβαλε την πολιτιστική δραστηριότητα του τόπου μας με τη δική του ακούραστη δραστηριότητα. Δεν δίστασε να δυσαρεστήσει μερικούς Κερκυραίους εις όφελος της προώθησης των πολιτιστικών εκδηλώσεων και της εξύψωσης του θησαυρού της Εταιρείας. Το πέρασμά του απ’ εδώ δεν ήταν απλώς μία ωραία ανάμνηση. Το πέρασμά του ήταν ένας πολύτιμος συνδετικός κρίκος που συνδέει την πολιτιστική συνοχή αλλά και συνέχεια μεταξύ των περασμένων γενεών και της δικής μας. Ο Κώστας Μούχας χωρίς καμία αμφιβολία εισήλθε στο Πάνθεο των επιφανών Κερκυραίων. Το άγραφο ακόμη αυτό Πάνθεον περιμένει κάποιον να συνάξει ονόματα και έργα των επιφανών γνωστών ή αφανών ανά τους αιώνας Φαιάκων για να μας γίνει η ξενάγηση στις λεπτές πτυχές της Ιστορίας του τόπου μας. 

Κύριε Πρόεδρε, Με καλέσατε να σας αναπτύξω το θέμα μου κι εγώ περιφέρομαι σε άλλες σφαίρες. Πως όμως είναι δυνατό να μη θυμηθώ την προηγούμενη διάλεξή μου που μοιράστηκα με τον αείμνηστο Μιχαήλ Σαρακινό και τον Γιώργο Τόγια. Δεν είναι το θέμα που διάλεξα τότε που μου έρχεται στη μνήμη αλλά ο πρόλογός μου προς το πυκνό και ευγενικό ακροατήριο γιατί έκανα σ’ αυτό έκκληση για να επανιδρυθεί η Ιόνιος Ακαδημία. Οι κοινοί μας τότε πόθοι σε κάποιο βαθμό πραγματοποιήθηκαν. Έγινε το Ιόνιο Πανεπιστήμιο με έδρα την Κέρκυρα. Έγινε πράγματι. Αλλά τι έγινε, πώς έγινε και τι δεν έγινε. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες γιατί δεν είναι κατάλληλη η στιγμή. Ένα μόνο θέλω να τονίσω. Με συναίσθημα ευθύνης εντείνατε επιτακτικά και στηρίξατε τα αιτήματά σας. Βοηθήσατε με όλη σας την ακμή να ζήσει το απόκτημά μας. Καιρός είναι ν’ αποκτήσει το Πανεπιστήμιό μας, σε περίοπτη θέση τη στέγη του, για να μπορέσει να εκφράσει επιτέλους τη παρουσία του αλλά και την πνευματική του οντότητα. 

Το σεβαστό ακροατήριο, που πιθανώς εκούρασα με την εισήγησή μου θα έχει ελπίζω την υπομονή ν’ ακούσει τώρα, με την ευκαιρία της 50ης επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940 μερικές περιπέτειες ενός Κερκυραίου Εφέδρου Υγειονομικού Αξιωματικού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Κυρίες και Κύριοι, η Ευρώπη έκλαιε την μοίρα της. Καταπατήθηκε από τις ορδές των Ούννων. Σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα κάθε φωλιά αντίστασης γκρεμιζότανε. Το σάρωμα ήταν ταχύτατο. Βρισκόμαστε σ’ αναμμένα κάρβουνα. Οι προσβολές του Ντούτσε αλληλοδιαδέχονταν η μία την άλλη. Ο τορπιλισμός της Έλλης στο σπίτι της Παναγιάς ανήμερα της τίμησης της μνήμης της αντί να μας φοβίσει, μας άναψε τα αίματα. Δεν θ’ αργούσε να εκδηλωθεί η ύπουλη Φασιστική εισβολή στο πάτριο έδαφός μας. Η αστραπιαία σύσσωμη εναντίωση του Έθνους κατά του εισβολέα γράφτηκε με ανεξίτηλα χρυσά γράμματα στη παγκόσμια ιστορία. Ο πόλεμος με βρήκε επιστρατευμένο σαν ΄Εφεδρο Ανθυπίατρο στο νησί μας. Από το Τζάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο του Πειραιά όπου εργαζόμουνα σαν Επιμελητής της Α΄ Χειρουργικής Κλινικής ήρθα εδώ με το πλοίο της γραμμής τις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου 1940. Μη νομίζετε ότι πήγαινα στο πόλεμο με κάποιο είδος ξίφους ή με ασπίδα. Κάθε άλλο. Μόλις έφθασα με φόρτωσαν βιαστικά και με χρέωσαν χωρίς να μου τα μετρήσουν, από αποθήκες του παλαιού φρουρίου, σάκους και κιβώτια με υλικά, με την εντολή να τα μεταφέρω αμέσως στους Σιναράδες. Με δυσκολία βρήκα αυτοκίνητο που με πήρε στο προορισμό μου. Εκεί βρέθηκα με γνωστούς Κερκυραίους γιατρούς, τον Χειρούργο Θεόδωρο Σορδίνα, τον Μικροβιολόγο Σπύρο Πολίτη, τον στρατιώτη γιατρό Γεώργιο Λογαρά και άλλους που διοργάνωσαν Νοσοκομείο σε επιταγμένα σπίτια και στην εκκλησία. Δεν είχα καμία απολύτως απασχόληση μέχρι που εισέβαλαν στην Ήπειρο οι Ιταλοί. Τότε με μετέθεσαν στο Χειρουργείο των Καστελλάνων Όρους και έπρεπε να παραδώσω το υλικό σύμφωνα με τη σφραγισμένη κατάσταση παραλαβής και να πληρώσω όσα δεν βρέθηκαν στη καταμέτρηση. Πλήρωσα δηλαδή τις πονηριές άλλων. 

Στους Καστελάνους βρήκα τον Διοικητή του προκεχωρημένου Χειρουργείου Λοχαγό Ιατρό, Παιδίατρο Αρσένη Ανδρουτέλλη και τον Ανθυπίατρο Μίμη Σοφιανόπουλο Μαιευτήρα. Οι τρεις μας αποτελούσαμε το επιτελείο της κυρίας υγειονομικής μονάδας του βόρειου συγκροτήματος. Το Χειρουργείο ήταν υπό την άμεση εξάρτηση της Στρατιωτικής Διοίκησης της νήσου. Μπροστά μας, στον απέναντι κάμπο που ξεχώριζε το Χειρουργείο από την θάλασσα, ήταν ανεπτυγμένο το τρίτο Τάγμα με Διοικητή τον Παπαθανασίου, που υπεράσπιζε τα βόρεια παράλια και πίσω μας ο εργολάβος Ρίζος είχε υπονομεύσει τις στροφές του Παντελεήμονα, που συνεργείο του μηχανικού ήταν έτοιμο ν’ ανατινάξει αν γινότανε απόβαση. Ο Παπαθανασίου φερότανε σαφώς εχθρικά προς το Χειρουργείο γιατί ήθελε να υπαχθεί τούτο στις διαταγές του. Το Χειρουργείο ήταν εγκατεστημένο στο σχολείο του χωριού και στην εκκλησία. Σ’ ένα σπίτι του χωριού στεγαζόμαστε οι τρεις Αξιωματικοί και σε άλλο οι οπλίτες της μονάδας. Ένα δωμάτιο στο σχολείο, απέναντι από την είσοδο είχε γίνει αίθουσα χειρουργείου με πλούσιο υλικό. Στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου ήταν ανεπτυγμένα κρεβάτια όπως και στην απέναντι εκκλησία. Ανοίξαμε πίσω από το σχολείο ένα βόθρο και ο μάγειράς μας Βιτάλ που ήταν μαραγκός κατασκεύασε ένα άνετο και πολύ πρακτικό αφοδευτήριο. 

1η Νοεμβρίου έγινε ο πρώτος μεγάλος βομβαρδισμός της πόλης. Διαδόθηκε η είδηση αλλά συγκεχυμένα. 

Στις 21 Νοεμβρίου έλαβα διαταγή από τη Στρατιωτική Διοίκηση να πάω στο σχολείο του Σκριπερού για έκτακτη υπηρεσία. Ξεκίνησα αμέσως με τα πόδια γιατί δεν υπήρχε άλλο μέσο και έφθασα το σούρουπο στο προορισμό μου. Εκεί με υποδέχτηκε ο ξάδελφός μου Ηλίας Ιωάννου Πολίτης, Δεκανέας νοσοκόμος στην ομάδα ασφαλείας του τάγματός του. Μου είπε ότι είχα να εξετάσω μερικούς στρατιώτες για να κρίνω εάν είναι υγιείς και ικανοί για πολεμική δράση. Δεν ξέρω πόσοι ήταν. Σε μια γωνιά με λάμπα πετρελαίου ένας ένας γυμνοί εξετάστηκαν από μένα προσεκτικά. Μόνο δύο τρείς που είχαν κάποιο τραύμα στο πόδι ή στο χέρι αποκλείστηκαν. Ο Ηλίας συμπλήρωνε την κατάσταση με τις παρατηρήσεις μου. Όταν τελείωσα έφερε ένας Αξιωματικός μία δεκαριά Στρατιώτες για να εξετάσω και μου είπε επιτακτικά ότι αυτούς έπρεπε οπωσδήποτε να τους βγάλω ικανούς. Τους εξέτασα σύμφωνα με την συνείδησή μου αδιαφορώντας για την αισχρή εντολή που έλαβα, τους βρήκα όμως όλους ικανούς αλλά σε καταφανή αντίθεση με τους πολλούς, απρόθυμους να πολεμήσουν. Έπειτα από μέρες έμαθα ότι όσους εξέτασα αυτό το βράδυ αποτέλεσαν το άτυχο ανοργάνωτο απόσπασμα Λαντζίδη, δηλαδή ήταν οι πρώτοι στον κόσμο κομάντος. 

28 Νοεμβρίου ήλθαν για ν’ αποβιβαστούν στα βόρεια παράλια οι Ιταλοί. Πρωί πρωί ο αραδιασμένος στόλος τους, κανονιοβόλησε για πολύ ώρα τα προστατευόμενα από το τρίτο Τάγμα του Παπαθανασίου παράλια. Παρακολουθούσα το θέαμα ανεβασμένος στο καμπαναριό της εκκλησίας μας. Όταν σταμάτησε ο κανονιοβολισμός πλησίασαν τα οπλιταγωγά αλλά ξαφνικά και ολοταχώς ολόκληρη η μοίρα άλλαξε πορεία και επορεύθη προς την Ηπειρωτική ακτή. Μάθαμε αργότερα ότι έγιναν σφοδρές μάχες στον Καλαμά και συμπτύχθηκαν οι Ιταλοί και ότι ο στόλος πήγε να τους υποστηρίξει. Ο Άγιος μας, άλλη μία φορά έβαλε το χέρι του. Απολογισμός του βομβαρδισμού των ακτών ήταν ο τραυματισμός μιας γυναίκας και ενός οπλίτη. Μας έφεραν τον Κωνσταντίνο Κορμαρή στο Χειρουργείο νεκρό. Έτσι το έργο μας ήταν να τον ενταφιάσουμε στο περίβολο της εκκλησίας μας με στρατιωτικές τιμές της έμπνευσής μας. 
Περνούσαν οι μέρες και οι βδομάδες. Δεν είχαμε απασχόληση παρά μόνο να παρακολουθούμε στον ουρανό τα σμήνη της εχθρικής αεροπορίας που περνούσαν για να
βομβαρδίσουν κανένα στόχο που συχνά ήταν η Κοντραφόσα. Την ημέρα περνούσαμε με σκάκι και ναυμαχία και τα βράδια ακούαμε τις ραδιοφωνικές ειδήσεις από το Λονδίνο στην Ελληνική εκπομπή. Το ηθικό μας ήταν καλό γιατί όλο νικούσαμε.

Μία μέρα ήλθε μία διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή που διέτασσε την μετακίνηση του Χειρουργικού Συνεργείου Σ 13 προς Αγίους Σαράντα. Από την διαταγή επιστράτευσής μου γνώριζα ότι η μονάδα μου ήταν αυτή αλλά τώρα μόνο έβλεπα ότι εντάσσομαι στην πραγματική μου μονάδα. Διοικητής του συνεργείου ήμουν εγώ με βοηθό τον Μίμη Σοφιανόπουλο. Επίσης είχα 4 άνδρες νοσοκόμους και υλικό πλήρους χειρουργείου. Στη τελευταία στιγμή προσθέσανε μία σχετικά ηλικιωμένη μόνιμη Αδελφή Νοσοκόμο του Στρατού, την Μαργαρίτα, δεν ενθυμούμε το επίθετο. Όσο έμεινε με το συνεργείο μας την μόνη υπηρεσία που πρόσφερε ήταν να φροντίζει για το φαγητό μου. Για την υπηρεσία αυτή την ευγνωμονώ γιατί ασφαλώς με την εργασία θάμενα συχνά νηστικός. 

Μαζευτήκαμε λοιπόν ένα βράδυ στη σπηλιά και μας φόρτωσαν σε μία μαούνα. Αυτή κι άλλες, μαζί με βενζίνες που τις έσερναν, αποτελούσαν τη νηοπομπή για τους Αγίους Σαράντα. Φθάσαμε ανενόχλητοι παρ’ όλο που οι κίνδυνοι ήτανε μεγάλοι, τόσο από την εχθρική αεροπορία όσο και από κανένα υποβρύχιο ή και από καμία νάρκη. Στους Αγίους Σαράντα Φρούραρχος ήταν ο Κερκυραίος Μεταξάς, μέθυσος που πρωί έπινε κρασί. Περιστοιχιζόντανε από το άνιππο ιππικό που αποτελούσε τη φρουρά της περιοχής. Άλογα δεν άνθεξαν στις κακουχίες του πολέμου. Από τον Φρούραρχο πληροφορήθηκα ότι, σύμφωνα με την διαταγή, έπρεπε το Σ 13 να προσκολληθεί στο Χειρουργείο εκστρατείας του Δελβίνου μέχρι νέας διαταγής. Ο Μεταξάς με βοήθησε να βρω ένα φορτηγό που θα μετέφερε ολόκληρο το συνεργείο, υλικό και προσωπικό εις το Δελβίνο. Με χίλια βάσανα φορτώσαμε και χωρέσαμε σε ένα σαραβαλιασμένο φορτηγό που μας κουβάλησε στον προορισμό μας. Ο Αρχίατρος, Διοικητής του Χειρουργείου Εκστρατείας Δελβίνου, δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ για την ενίσχυση που θα του προσφέραμε και δεν βιάστηκε να αποφασίσει τι ρόλο θα παίζαμε. Προθυμοποιήθηκε όμως αμέσως να στεγασθούν οι οπλίτες με το προσωπικό της μονάδας του, εμάς δε τους δύο αξιωματικούς και την Αδελφή να στεγασθούμε εις το επιταγμένο σπίτι που κατοικούσε μόνος του. Ήθελε δηλαδή συντροφιά. Το σπίτι είχε αρκετά δωμάτια και έτσι βολευτήκαμε όλοι. Η Μαργαρίτα φλυαρούσε αδιάκοπα με τον Διοικητή και αυτός εύρισκε πολύ ενδιαφέρουσα την συντροφιά της. Επειδή έγινα φορτικός για να μου πεί τι υπηρεσία θα έκανα μου είπε αβασάνιστα «εάν θέλεις κάμε μία βόλτα στο σχολείο όπου είναι εγκατεστημένο το Χειρουργείο και ρίξε καμιά ματιά στους τραυματίες που περνάνε». Στη μέση μιας μεγάλης ακατέργαστης πλατείας ήταν ένα χαμηλό μακρουλό κτίριο που άλλοτε στέγαζε το σχολείο του Δελβίνου και τώρα ήταν εγκατεστημένο το Χειρουργείο που ήταν μάλλον ένας σταθμός διακομιδής και περίθαλψης όσων είχαν ανάγκη πολύ μικρής νοσηλείας. Σε διάφορα δωμάτια είχε θαλάμους νοσηλείας, το χειρουργείο με τις εγκαταστάσεις του και ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο όπου ήσαν όλοι οι γιατροί για να παραλάβουν, εξετάσουν και παράσχουν βοήθεια στους τραυματίες που συνεχώς ερχόντουσαν. 


Πραγματικός χειρούργος ήταν μόνο ένας εξ Αιγύπτου, ο Βασίλαρος που ήταν επιμελητής στο Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών στους Αμπελόκηπους. Είχε σπουδάσει στη Γαλλία. Ήταν ο μόνος που κατείχε τις γνώσεις για να βοηθήσει ουσιαστικά ένα τραυματία και περνούσε την ώρα του εκπαιδεύοντας τους υπόλοιπους γιατρούς παθολόγους, μαιευτήρες, 
ακτινολόγους και λοιπούς που αποτελούσαν το ιατρικό επιτελείο αλλά που δεν είχαν προφανώς ποτέ επιδέσει τραύμα, διαγνώσει αεριογόνο γάγγραινα ή διαβάσει για κρυοπαγήματα. Ευτυχώς ήσαν πρόθυμοι και η Διεύθυνση Υγειονομικής Υπηρεσίας μας εφοδίαζε συχνά πυκνά με έγγραφες οδηγίες για τη μεταχείριση των ασθενών και τραυματιών. Τα κρυοπαγήματα ήταν πολλά. Είχαμε διαταγή να τους κάνουμε ενέσεις νοβοκαΐνης στα οσφυϊκά συμπαθητικά γάγγλια προτού τους διακομίσουμε. Η τεχνική του LERICHE ήταν γνωστή αλλά λίγοι την γνώριζαν. Ο Βασίλαρος είχε κάμει όλους τους γιατρούς του Χειρουργείου ατσίδες στην τεχνική αυτή. Η παρουσία μου τον ανακούφισε γιατί έβγαζα αρκετή δουλειά. Είχαμε δυστυχώς πολύ βαριά περιστατικά με αεριογόνο γάγγραινα από τον συνδυασμό κρυοπάγημα, σφίξιμο της βρεγμένης γκέτας. Τους κάναμε πολλαπλές τομές και τους διακομίζαμε τάχιστα.

Μία μέρα μου κουβάλησαν με φωνές ένα φαντάρο που είχε περιτονίτιδα από σκωληκοειδίτιδα. Απεφάσισα να τον χειρουργήσω αμέσως. Στη μέση όμως της εγχείρησης σήμανε συναγερμός και όλοι, μηδέ του αναισθησιολόγου εξαιρουμένου το έσκασαν για τα χαρακώματα καταφύγια και υπό δραματικές συνθήκες τα έβγαλα πέρα με την εγχείρηση. Ευτυχώς που ο άρρωστος ήταν γερά δεμένος στο τραπέζι και δεν έπεσε κάτω. Κάπου 30 χρόνια αργότερα με βρήκε στην Αθήνα ένας χωρικός για να με ρωτήσει αν ξέρω κανένα Πολίτη που ήταν στο Δελβίνο με τον πόλεμο. Τι τον θέλεις του είπα. Αυτός μου έσωσε την ζωή και θέλω να τον ευχαριστήσω μου είπε. Να που υπάρχουν και ευγνώμονες. 

Ήλθαν με τη σειρά τους οι Γερμανοί και χτύπησαν στην Μακεδονία. Έλαβα τότε διαταγή διάλυσης του Σ 13 και να παραδώσω αμέσως το υλικό στο Φρουραρχείο και μέσω Πρώτου Σώματος Στρατού μόνος να παρουσιασθώ σε ένα οχυρό της Μακεδονίας. Ανέθεσα αμέσως την παράδοση του υλικού στον Σοφιανόπουλο και σκαρφάλωσα υπό βροχή στο πρώτο φορτηγό που πήγαινε προς την έδρα του 1ου Σώματος Στρατού στους Γοργουτσάτες. Νύχτωσε και έβρεχε συνεχώς. Ήμουνα μούσκεμα και ο μουσαμάς που σκέπαζε το φορτίο γλιστρούσε. Κρατιόμουνα πάνω στο φορτίο δεν ξέρω κι εγώ πώς. Με μιας σταμάτησε το φορτηγό και μου φώναξε ο οδηγός να κατέβω. Ήταν στο δρόμο προς Αργυρόκαστρο και από το σκοτάδι δεν έβλεπε το σταυροδρόμι που πήγαινε στους Γοργουτσάτες. Όπως μου είπε το είχε ξεπεράσει κατά 100 μέτρα. Με έπεισε ότι σιγά-σιγά ακολουθώντας το δρόμο θα το έβρισκα.. «Γειά σου Κύριε Ανθυπίατρε και με την νίκη.» Έφυγε. 

Πυκνό το σκοτάδι, πηχτή και η λάσπη. Σε κάθε βήμα είχα την εντύπωση ότι τα άρβυλά μου χώνονταν και πιο βαθιά. Παιδεύτηκα πολύ ώρα και είχα την εντύπωση ότι δεν προχωρούσα γιατί δεν έβλεπα τίποτε. Με μιας μία αγριοφωνή «Αλτ, τις εί» και ένα κλεφτοφάναρο άστραψε στο πρόσωπό μου. «Έλληνας Αξιωματικός.» Η διαδικασία δεν ήταν εύκολη γιατί δεν είχα σύνθημα και παρασύνθημα. Ο λοχίας που με ανέκρινε έδειξε κατανόηση και δεν πίστεψε ότι ήμουν κατάσκοπος. Με έμπασε στην μπαράκα της σκοπιάς και με συμβούλεψε να μη προχωρήσω στα επιτελικά γραφεία γιατί όλοι κοιμούνται και να περιμένω στο τηλεφωνικό κέντρο να ξημερώσει. Δυστυχώς δεν τον άκουσα γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όταν γίνεται πόλεμος δεν θα υπήρχε κάποιος με νυχτερινή υπηρεσία. Η Γραμματεία ήταν κλειστή. Πιο κάτω βρήκα ένα σπίτι που έγραφε απ’ έξω Αρχιατρείο. Η πόρτα ήταν ανοικτή και προχώρησα στο σκοτεινό διάδρομο. Κάτω από μία πόρτα έφεγγε φώς κάποιας λάμπας. Νόμισα ότι βρήκα το στόχο μου. Χτύπησα την πόρτα. Τίποτε. Ξαναχτυπάω πιο δυνατά και μία αγριοφωνή «ποιος στο διάβολο είναι;» με σάστισε. Απαντάω «ένας Αξιωματικός, ζητώ τον Κύριο Αρχίατρο.» Με μιας ανοίγει η πόρτα και μπροστά μου έστεκε ένα φάντασμα με ανασηκωμένα ακατάστατα μαλλιά που φορούσε ποδήρη νυχτικό και ούρλιαζε «φύγε, δεν είμαι αρχίατρος, είμαι αρχικτηνίατρος» και μου κλείσε την πόρτα στη μούρη. Κατάλαβα το λάθος μου και όπως μου είπε έφυγα. Το τηλεφωνικό κέντρο δεν ήταν μακριά. Άκουα τις φωνές του τηλεφωνητή. Προχώρησα προς το σπίτι που στέγαζε το τηλεφωνικό κέντρο αλλά δεν έβρισκα στο σκοτάδι τη πόρτα παρ’ όλο που έφεγγε λίγο μία χαραματιά στο παράθυρο. Φωνάζω τον τηλεφωνητή για να με οδηγήσει. «Βάλε τη σκάλα και ανέβα από το παράθυρο» μου λέει. Ναι, υπήρχε πράγματι μία ξύλινη σκάλα. Ακούμπησα την κορυφή της, κάτω από το παράθυρο και σκαρφάλωσα...Μπήκα στο δωμάτιο. Παράπλευρα ο τηλεφωνητής μιλούσε συνέχεια με άλλους κοντινούς ή μακρινούς συναδέλφους του. Μάθαινε απ’ αυτούς τα νέα. «Πέμπτη φάλαγγα λες; και τι είναι αυτή; ... Δηλαδή θα μας πουλήσουν στους Γερμανούς κακόχρονο ν’ άχουνε… Συ είσαι Νικόλα; Δεν ακούς τι λέει ο Γιάννης, είναι κάτι Αξιωματικοί που κάνουν μία 5η φάλαγγα και θέλουν, κακό τους ξημέρωμα, να μας πουλήσουν στους Γερμανούς….. Αμ δε! Θα τους γδάρουμε ζωντανούς…Συ είσαι Κώστα; Τι κάνουν οι φρατέλοι; … Τι; μαζεύουν τα βρεμένα τους… Δεν μπορώ να πάρω μωρέ το Ρούπελ. Έχουνε ψιλή κουβέντα..» Έτσι συνέχιζε για πολύ η κουβέντα του τηλεφωνητή. Κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει, «Πάρτε απ’ εκεί μία κουβέρτα και ξαπλώστε χάμω. Έτσι κάνουνε κάθε βράδυ. Να δεν βλέπετε αυτούς τους δύο. Περαστικοί είναι κι’ αυτοί...». Τον άκουσα αλλά πώς να κοιμηθώ με τα συνεχιζόμενα τηλεφωνήματα του πρακτορείου αρβύλα. 

Σαν χάραξε ευχαρίστησα τον φαντάρο που ακόμα μιλούσε και χαιρετηθήκαμε με το « και με την νίκη». Ξανακατέβηκα την σκάλα για να ξεμουδιάσω. Ένας βοσκός άρμεγε τις αγελάδες του εκεί κοντά. Μου πρόσφερε ένα ζεστό κύπελλο ωμό γάλα που ήπια παρά την ύποπτη καθαριότητά του. Τα γραφεία άρχιζε ν’ ανοίγουν και φαντάροι τα χονδροσκούπιζαν. Περίμενα αρκετή ώρα για να έλθει ο γενικός Αρχίατρος Παναγιώτης Παπαθεοδώρου. Σαν παρουσιάστηκα έγινε θεριό. «Ακόμη εδώ είσαι; Δύο μέρες έπρεπε να είχες φθάσει στην μονάδα σου.» Διαμαρτυρήθηκα δειλά αλλ’ αυτός δεν έπαιρνε κουβέντα. Σηκώθηκε από την καρέκλα του, γούρλωσε τα μάτια και φώναξε « φύγε σου λέω τεμπέλη που τολμάς να παρουσιαστείς με λασπωμένα άρβυλα. «Κατάλαβα ότι έπρεπε να καταλάβω και χαιρέτησα, ελπίζω κανονικά, κι’ απομακρύνθηκα. Ένας φαντάρος με πρόλαβε στην πόρτα μούβαλε μία σφραγίδα και μου είπε ευγενικά « βρέστε Κύριε Ανθυπίατρε το πρώτο μέσο που θα βρείτε για τα Γιάννενα και παρουσιασθείτε στο Φρουραρχείο. Γειά σας και με την νίκη». Πόσο διαφορετικά καταλάβαινε αυτός ο φανταράκος τον πόλεμο από τον Διοικητή του. Βγήκα στο δρόμο και άρχισα το ωτοστόπ. Ένα φορτηγό που πήγαινε στα Γιάννενα με πήρε. Περάσαμε από ρεματιές που είχαν γκρεμιστεί τα γεφύρια από βομβαρδισμούς. Κολλήσαμε δύο τρείς φορές στην λάσπη και με σπρωξιές ξαναβγήκαμε σε πιο ομαλό έδαφος. 

Σαν φθάσαμε στα Γιάννενα έτρεξα στο Φρουραρχείο. Ένα λεωφορείο στάθμευε απ’ έξω. Έδειξα τα χαρτιά μου και αμέσως με φόρτωσαν στο λεωφορείο που ήταν απ’ έξω. Σε λίγα λεπτά γέμισε με Αξιωματικούς διαφόρων βαθμών και ξεκίνησε. Δεν προφθάσαμε να φθάσουμε στην περιοχή του αεροδρομίου που μας σταμάτησε ένας μοτοσικλετιστής και γυρίσαμε στο Φρουραρχείο. Μας είπαν ότι κυκλώθηκε το οχυρό και δεν μπορούσαμε να φθάσουμε εκεί. Έδιδαν οδηγίες σε όλους. Εμέ μου είπαν να παρουσιασθώ στον Γενικό Αρχίατρο της Στρατιάς. Σε λίγο έφθασα στο Αρχιατρείο. Ο Γενικός Αρχίατρος με δέχτηκε αμέσως. Ήταν ο Επαμεινώνδας Γκινάκας που ήταν Διευθυντής στο 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών όπου συμπλήρωσα κάποτε τη θητεία μου. Ευγενέστατα με δέχτηκε και μου έδειξε μεγάλη κατανόηση. « Δεν ξέρω που να σε βάλω αλλά θα σε στείλω στον φίλο μου τον Πέτρο Κόκκαλη που ξέρει όλες τις ανάγκες και αυτός θα σε τοποθετήσει κάπου. Θα τον βρεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Θα περάσω κι εγώ από εκεί και θα μου τα πεί.» Στα σκαλιά της Ακαδημίας βρήκα τον Καθηγητή Κοντιάδη. Και οι δύο με γνώριζαν και με ανεγνώρισαν. Είπα τον λόγο της επίσκεψής μου και κατόπιν συντόμου συνεννόησης με έστειλε ο Κοντιάδης στο Χειρουργικό Τμήμα οπλιτών και δύο Χειρουργοί ο Βαφειάδης και ο Αλιφέρης, συμπαθέστατοι και οι δύο. 

Πρώτη μου φροντίδα ήταν ν’ απαλλαγώ από τις άσπρες, μαύρες και καφετιές ψείρες που με τυραννούσαν από το Δέλβινο. Με παρέλαβε το ειδικό συνεργείο που κλιβάνισε όλα μου τα ρούχα, μου έδωσε καθαρά εσώρουχα και μου έκαμε ένα ειδικό λουτρό με βούρτσα και φάρμακο. Δεν πρόφθασα καλά-καλά να προσανατολισθώ στους θαλάμους που με κάλεσαν στο Χειρουργείο για να φροντίσω για τις χειρουργικές ανάγκες των τραυματιών που είχαν πλημμυρίσει το ισόγειο. Υπήρχαν δύο χειρουργεία με συνολικά πέντε χειρουργικά κρεβάτια και πολλοί πεπειραμένοι χειρουργοί που νύκτα μέρα εναλλάσσοντο. Τώρα όμως είχε ξεχειλίσει το ποτήρι και ήταν όλοι κουρασμένοι και δεν πρόφθαναν. Μπήκα κι εγώ με την σειρά μου και δούλεψα εντατικά μέχρι αργά το βράδυ τελείως νηστικός. Την ευθύνη για την νυκτερινή εργασία είχε ο Χάρης Τούλ. Με πλησίασε και μου είπε ότι είναι ανάγκη να εργασθώ όλη την νύχτα γιατί είναι κουρασμένος και δεν μπορεί να εργασθεί. Με παρακαλούσε σαν πλέον ξεκούραστος να τον αντικαταστήσω. Ένας νοσοκόμος μου έφερε ψωμί και καφέ και ξαναβάλθηκα στην δουλειά. Είναι περίεργο ότι παρ’ όλο τον φόρτο εργασίας κρατιόμουνα ακόμη καλά στα πόδια μου και δεν αισθανόμουνα την ανάγκη ύπνου. Δεν ξέρω πόσοι είχαν περάσει από το δικό μου Χειρουργικό τραπέζι και πόσοι από τα υπόλοιπα τέσσερα, πάντως ρίχνοντας μία ματιά στο προθάλαμο έβλεπα ότι ήταν πάντοτε γεμάτος γιατί αδιάκοπα τα ασθενοφόρα μας κουβαλούσαν άλλους. Σαράντα τραυματιοφορείς και νοσοκόμοι δεν σταματούσαν στιγμή να πηγαινοέρχονται με φορεία, κουτιά από τους κλιβάνους και προς τους κλιβάνους. Δέκα αδελφές του ερυθρού σταυρού δεν πρόφθαναν να διπλώνουν γάζες και εξυπηρετούν τα χειρουργεία. Ο ημιυπόγειος αυτός όροφος ήταν πραγματικά σαν μία κυψέλη ή μία μυρμηγκοφωλιά. 

Πρωί πρωί ήλθε ο Κοντιάδης να πιάσει δουλειά με τα δύσκολα περιστατικά. Μου ζήτησε να αφήσω το τραπέζι μου και να πάω να τον βοηθήσω. Συνεχίσαμε όλη μέρα να χειρουργούμε. Όλοι κάναμε μία άψογη χειρουργική. Μία εθελόντρια αδελφή που ήλθε από το Τζάνειο, κάπου-κάπου μου έφερνε κάτι να φάω ή να πιώ. Άρχισα να αισθάνομαι ρίγη και να μου πονεί η μέση. Ο Τούλ ήλθε ξανά το βράδυ και μου είπε ότι αφού τα κατάφερα καλά θα έφευγε για να αναπαυθεί. Συνέχισα την εργασία μου αλλά δεν αισθανόμουν διόλου καλά. Μούβαλαν θερμόμετρο και είχα 38ο.5. Το διεμήνυσα του Κοντιάδη. Ήλθε και με είδε. Μου είπε να πάω να ξαπλώσω. Ακόμη δεν είχα τακτοποιηθεί για ύπνο και δεν ήξερα που να πάω. Μου είπε να πάω στον τελευταίο όροφο που ήταν ένας θάλαμος άδειος και να πέσω σε ένα κρεβάτι. Αυτό έκαμα και η Αδελφή Κατίνα Μήλα του Τζανείου φρόντισε να μου το στρώσει και να μου φέρει γάλα. Το πρωί ο πυρετός έφθασε τα 40. Ο Κοντιάδης με εξέτασε και μούπε ότι θα έπρεπε να διακομιστώ σε Νοσοκομείο των μετόπισθεν. Τον παρεκάλεσα να μείνω ακόμη στα Γιάννενα. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και ήθελα να κάμω Πάσχα εκεί που είχα και μερικούς γνωστούς και φίλους. Αυτό και έγινε. 

Όλη μέρα βούιζαν τα αεροπλάνα και έριχναν στα περίχωρα βόμβες. Μέγα Σάββατο μου επανέλαβε ο Κοντιάδης να με διακομίσει επειδή όπως έλεγε θα εισβάλουν οι Γερμανοί στην Μακεδονία και έπειτα θα είναι δύσκολο να μεταφερθώ. Ο πυρετός όμως άρχιζε να πέφτει κάτω από τα 38 και του είπα ότι σύντομα θα είμαι σε θέση να εργασθώ. Έτσι πέτυχα νέα αναβολή. Ανήμερα του Πάσχα προς το μεσημέρι έγινε κάτι το φοβερό. Σφυρίζανε δαιμονιωδώς τα στούκας πάνω από τα κεφάλια μας. Στο θάλαμο είμαστε μόνο δύο ο Αλιφέρης κι εγώ. Ήτανε πλαγιασμένος στο διπλανό μου κρεβάτι. Με μιας το σφύριγμα έγινε τόσο δυνατό που φώναξα «απάνω μας έρχεται» και σκέπασα τα μούτρα μου με την κουβέρτα. Αυτό ήταν, ακούστηκε ένα μπαμ και μία έκρηξη και έγινε σκοτάδι. Έχασα τις αισθήσεις μου. Σαν ξύπνησα είχα χώματα στο στόμα και μία γεύση μεταλλική από αίμα. Προσπάθησα να κουνηθώ αλλ’ ήταν αδύνατο. Ένα βαρύ φορτίο με καθήλωσε στο κρεβάτι μου. Άρχισε σιγά-σιγά να σκορπάει το σκοτάδι και πάνω στο ταβάνι από μία μεγάλη τρύπα έβλεπα τον ουρανό. Φώναξα τον Αλιφέρη και με βογκητό μου είπε ότι βρίσκεται τραυματισμένος στην άλλη άκρη του δωματίου. Η βόμβα έπεσε ανάμεσα από το κρεβάτι μου και αυτό του Αλιφέρη. Τον τίναξε στο πέρασμά της από το κρεβάτι στον απέναντι τοίχο. Ανάμεσα από τα δύο κρεβάτια ήταν στο πάτωμα μία μεγάλη τρύπα. Πάνω μου είχε καταρρεύσει μέρος της στέγης με τα κεραμίδια. Ήμουν δηλαδή κάτω από ένα σωρό από κεραμίδια, πέτρες και ξύλα. Στο κρεβάτι που ήταν ο Αλιφέρης βρισκόταν η σόμπα που από το μέσο του δωματίου ξετινάχθηκε εκεί. Έπειτα από λίγη ώρα ήλθε κλαίουσα η Μήλα να μάθει τι γίνομαι και μου ανάγγειλε ότι σκοτώθηκε ο Κοντιάδης στο Χειρουργείο πάνω σε μία εγχείρηση. Έφυγε βιαστική και επέστρεψε με κάτι νοσοκόμους που με ξεθάψανε και με μετέφεραν με φορείο σε ένα χώρο του ισογείου. Εκεί έμαθα τον φρικιαστικό απολογισμό. Είχαν πέσει τρεις αεροτορπίλες, μία στην αυλή που δεν έσκασε, μία στο μικρό χειρουργείο και μία στο προθάλαμο πάνω σε ένα τραπέζι που δίπλωναν οι Αδελφές και σαράντα τραυματιοφορείς. Αυτά τα ξέραμε γιατί ήταν στην δύναμη του νοσοκομείου. Υπήρχαν και πολλοί νεκροί αγνώστων στοιχείων από τους προσκομιζόμενους τραυματίες. Από το Χειρουργείο σώθηκε μόνο ο χειρουργούμενος από τον Κοντιάδη και που δεν κατάλαβε τίποτε γιατί ήταν ναρκωμένος. Ένας Κρητικός, που σαν ξύπνησε, ζητούσε επίμονα τον ζιατρό του. Ο Αλιφέρης είχε ένα επιπεπλεγμένο κάταγμα της σπονδυλικής στήλης. Από την κατάρρευση της στέγης έπαθα ένα κάταγμα των ρινικών οστών, ένα τραύμα της κνήμης από έμπαρση πέτρας που με βασάνισε πολύ καιρό γιατί βασανίστηκε και πολλαπλά μικροτραύματα από εμπαρσείς αμμοκονιάματος και τα υλικά που με κατεπλάκωσαν. Με διακόμισαν την ίδια μέρα με ασθενοφοροπομπή. Ήμουνα πλαγιασμένος σε μία θέση κοντά στον κριτικό που χειρουργούσε ο Κοντιάδης. Ο άμοιρος φώναζε σε όλο τον δρόμο από Γιάννενα σε Αμφιλοχία « θέλω τον ζιατρό μου». Σκοτώθηκε ο γιατρός σου του λέγαμε, αυτός όμως δεν το πίστευε και συνέχεια ζητούσε τον γιατρό του. Στον δρόμο αεροπλάνα μας πολυβολούσαν και έριξαν και βόμβες που δεν βρήκαν τον στόχο τους. 

Όταν φθάσαμε στην Αμφιλοχία το βράδυ, μας φόρτωσαν στο πλωτό Νοσοκομείο «Ελληνίς». Ήμουν σε ένα μεγάλο θάλαμο στ’ αμπάρι με πολλά κρεβάτια. Οι περισσότεροι ήταν ακρωτηριασμένοι ή τυφλοί. Μας περιποιήθηκαν οι νοσοκόμοι όσο μπορούσαν. Προτού καλά καλά χαράξει περάσαμε από το στενό της Λευκάδας. Εκεί μεγαλόφωνα αντάλλαξαν κουβέντες ο καπετάνιος με κάποιον στην ξηρά που τον πληροφορούσε ότι περνούν όλη μέρα τα στούκας και βομβαρδίζουν διάφορους στόχους. Συνεχίσαμε την πορεία μας και σύντομα όταν βγήκαμε από το στενό σήμανε συναγερμός στο πλοίο γιατί φάνηκαν εχθρικά αεροπλάνα. Αυτά πέρασαν από πάνω μας και μας πολυβόλησαν πολλές φορές. Ακούαμε τα κελαηδίσματα των πολυβολισμών που έσκαγαν πάνω στο κατάστρωμα. 

Το προσωπικό του πλοίου με ψυχραιμία προσπαθούσε να μας καθησυχάσει λέγοντας «τι θα μας κάμουν. Οι σφαίρες τους δεν μπορούν να περάσουν το κατάστρωμα». Μας μοίρασαν όμως σωσίβια και μας βοήθησαν να τα φορέσουμε πάνω από την χλαίνη. Σε λίγο κατέφθασε ένα περιπολικό του Στόλου που είχε αντιαεροπορικό και ανταλλάξανε πυροβολισμούς μέχρι που σίγασαν το αντιαεροπορικό του. Έτσι πέρασε η μέρα όταν από μακριά φάνηκε η Πάτρα αλλά με τις τελευταίες ακτίνες του ηλίου γυάλισαν καθώς περνούσε πάνω από την πόλη ένα σμήνος αεροπλάνων. Κάποιος τα μέτρησε 16. Δεν βομβάρδισαν την Πάτρα αλλά μπήκαν σε μία σειρά ένα πίσω από το άλλο και επακολούθησαν κι άλλες. Όλοι μαζί φωνάζαμε δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε..., δέκα…, δεκαέξι. Ακολούθησε μία νεκρική σιγή και τότε εισόρμησαν στον θάλαμό μας άνδρες του πληρώματος λέγοντες « τώρα παιδιά τελείωσε το πανηγύρι. Σας έχουμε ετοιμάσει μία ζεστή μακαρονάδα με μπόλικο τυρί, αλλ’ επειδή είναι δύσκολο να σας κάνουμε εδώ τη διανομή, όσοι μπορούν να περπατήσουν ν’ ανέβουν την σκάλα και να πάρουν μόνοι το συσσίτιο. Όσοι δεν μπορείτε θα σας ανεβάσουμε εμείς». Έτσι δεν έσπασε το ηθικό και κάμποσοι κουτσά-στραβά ανέβηκαν την σκάλα και το προσωπικό άρπαζε όσους δεν μπορούσαν και τους ανέβαζε έναν έναν και τους έριχνε στη θάλασσα. Το καράβι άρχισε να γέρνει και μπαίνανε νερά στον θάλαμο που είχε γεμίσει καπνό. 

Σηκώθηκα, τσαλαβούτησα στα νερά και κούτσα-κούτσα έφθασα στην σκάλα και την ανέβηκα. Μπρος από το τελευταίο σκαλοπάτι ήταν ξαπλωμένος μέσ’τα αίματα ένας χονδρός ναυτικός. Δυσκολεύτηκα να περάσω από πάνω του, όταν κάτι μου τράβηξε την χλαίνη. Ήταν το χέρι του ναυτικού που δεν είχε ακόμη ξεψυχήσει που με τραβούσε. Από το κατάστρωμα, τόσο στην πλώρη όσο στην πρύμνη, έβγαιναν φλόγες. Με την κλίση που πήρε το πλοίο η μία μεριά ήταν πολύ κοντά στην θάλασσα και από την άλλη έβλεπα μόνο τον ουρανό. Μία φωνή ακούστηκε « Κύριε Ανθυπίατρε πέσε, τι περιμένεις;». Κατάλαβα ότι έπρεπε να πέσω στην θάλασσα για να σωθώ. « Πέσε μωρέ» μου ξαναφωνάζει άλλος. Άφησα τα χέρια μου ελεύθερα και κάνοντας τσουλήθρα στο πλευρό του σκάφους χώθηκα στην θάλασσα. Το σωσίβιο με κράτησε στον αφρό και τότε δεν είχα παρά μία σκέψη, ν’ απομακρυνθώ όσο μπορούσα από το πλοίο, για να μην με παρασύρει όταν θα βούλιαζε στον βυθό. Σ’ αυτή τη μαύρη θάλασσα όλη νύχτα ούτε στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι κάποιο σκυλόψαρο μπορούσε να μου κόψει τουλάχιστον ένα πόδι. Θρονιασμένος στον αφρό με το σωσίβιο παρακολουθούσα την αγωνία των άλλων ναυαγών, που ήταν οι περισσότεροι κατακρεουργημένοι και το καράβι που φώτιζε με τις φλόγες του τον μαύρο περίγυρο. 

Κάποτε άρχισε να ξημερώνει. Ο μελανιασμένος ουρανός έπαιρνε σιγά-σιγά διαφορετικό χρώμα. Άρχισαν τα χρώματα να παίζουν σβήνοντας των αστεριών την τελευταία λάμψη κι ένα ψιλό-ψιλό αεράκι διαπεραστικά να φέρνει ένα ρίγος στο νωτεμένο, τι λέω, μουσκεμένο κορμί μου. Άρχισε γύρω στ’ αναγκαστικό λουτρό μου να διαγράφεται η σκιά κι’ ύστερα η μορφή μιας ζωής αλλιώτικης απ’ αυτή που ήξερα έως τώρα. Οι σκόρπιες φωνές « μάνα μου» « Παναγία μου» «Βοήθεια» και το γογγυτό του πόνου και της τρομάρας αραίωναν και άρχισα να διακρίνω συντρίμμια ξύλινα να πλένε στον αφρό μιας μαύρης θάλασσας κι ανάμεσά τους που και που ένα κεφάλι ξέσκεπο με αόρατα χαρακτηριστικά στο ξάνοιγμα της φάτσας. Στην αντικρινή πλαγιά ξαναφανερωνόντουσαν οι σκιές των σπιτιών της Πάτρας και προτού καλά καλά σκάσουν οι πρώτες χρυσές του ήλιου ακτίνες, ακούστηκε ξαφνικά μαζί με ομιλίες κοφτές κι ακαταλαβίστικες ένα φτερούγισμα στα νερά και γοργά με πλησίασε ένα μαύρο πλεούμενο και δύο χερούκλες στιβαρές μ’ άδραξαν βοηθούμενες από άλλες και βρέθηκα χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω σωριασμένος σε μια ψαρόβαρκα κοντά σε άλλον. Δεν πρόκανα ν’ αναρωτηθώ το τι συνέβαινε που κι άλλος κι άλλος στριμώχτηκαν κοντά μου. Και να που ζύγωσε η βάρκα στην στεριά κι άρχισε γοργά το ξεφόρτωμα. Χωρίς χάσιμο καιρού τα ατσαλένια νευρικά χέρια μας άδραξαν ξανά έναν-έναν και μας πίθωναν σ’ ένα σωτήριο στενόμακρο βραχίονα του λιμανιού, πίσω απ’ τα πέτσα και ξανάφευγαν να ξαφρίσουνε το πέλαγος από τα ζωντανά ανθρώπινα κορμιά και όσα φαινόντουσαν να μην έχουν πιά ψυχή, μήπως τους φύλαξε η μοίρα με κάποιο μέσο να ξαναζωντανέψουνε. Κάναμε το σταυρό μας που κειτόμαστε πια στη Πατραϊκή γη. 

Από την πόλη ξεχυνόντουσαν μικρές ομάδες παιδιών, ίσως με κάποια στολή χακί αλλά πολύ ξάστερα θυμάμαι που φορούσανε περιβραχιόνια λευκά. Ήταν όπως άκουα της αεράμυνας κι ερχόντουσαν να μας πάρουν. Ο Γερμανός όμως στάθηκε εμπόδιο στο έργο τους. Σειρήνες γέμισαν τον αέρα με τις στριγκλιές τους και ξαφνικά κι απανωτά ακούστηκαν τα βουητά με ανάκατα σφυρίγματα αεροπλάνων και του φορτίου που αμολούσαν σκορπίζοντας τον θάνατο στην άμοιρη πόλη. Έκρυψα ενστικτωδώς το πρόσωπό μου και περίμενα να περάσει η μπόρα. Σαν τα άνοιξα ξανά στεκότανε κοντά μου ένα κοντό γεροντάκι. Ήταν μόνος του. Οι ομάδες διασώσεως είχαν γίνει λούηδες αφήνοντας τους ναυαγούς στην πέτρινη γη απροστάτευτους. Αυτός με κοίταξε κάπως περίεργα και όλο με μιας σκύβει, μ’ αρπάζει από το χέρι, το στρίβει με δύναμη, ακούμπησε πιεστικά το παλιογόνατό του στο κορμί μου και με βαριές ανάσες ανάκατα με βλαστήμιες πότε έψαχνε τις τσέπες μου, πότε τραβούσε τα σχισμένα στρατιωτικά μου ρούχα και πότε προσπαθούσε με το ένα χέρι ν’αποσπάσει απ’ τον καρπό μου το ρολόι μου πούχε μεταλλικό λουρί. Το άκαρπό του πλιάτσικο βρήκε σύντομο τέλος γιατί ακουστήκανε χαρούμενα οι σειρήνες ν’ αναγγέλλουν το τέλος του συναγερμού κι ενώ ξανάβγαινε ο κόσμος από τα καταφύγια αυτός τόστριψε γοργά να σώσει έγκαιρα το τομάρι του. Γυναίκες με σήκωσαν και υποβαστάζοντας μ’ έμπασαν σ’ ένα καφενείο στην οδό Αγίου Νικολάου. Εκεί στο βάθος του μαγαζιού είχε ένα σκοτεινό δωμάτιο που φώτιζε ένα τζάκι αναμμένο. Μου βγάλανε την χλαίνη και την στολή και με τυλίξανε σε μία κουβέρτα. Ολ’ αυτά τα ρούχα τ’άπλωσαν σε καρέκλες μπρος στη στιά και τα αναποδογυρισμένα άρβυλά μου μια πιθαμή απέχανε απ’ την θράκα. Με ποτίσανε με τσάι ζεστό και κονιάκ και μου τρίψανε χέρια πόδια και πλάτες με σπίρτο. Ώρα τους καλή. Νάναι καλά όπου και νάναι, ζούνε δεν ζούνε σήμερα οι γυναίκες αυτές που μου θύμισαν αυτές τις ίδιες που πήραν τον Χριστό σαν κατέβηκε νεκρός απ’ το σταυρό Του. Θάταν μανάδες, γυναίκες κι αδελφές παιδιών που σαν και μένα πολεμούσανε για το λυτρωμό της πατρίδας μας. Πόλεμο έκαναν κι αυτές με τις στερήσεις, τις λαχτάρες και την θερμή Ελληνική ψυχή τους μοιράζοντας σε ανθρωπιά βάλσαμο στον πόνο, παρηγοριά κι ελπίδα στην απόγνωση. 

Στην όαση αυτή είχαν μαζευτεί πολλοί για ναύρουν μία στέγη στον όλεθρο που πότιζαν την περιοχή οι μανιασμένοι Ούννοι. Τραυματισμένοι στρατιώτες και πολίτες σαστισμένοι μπαινόβγαιναν στο κάθε συναγερμό και την λήξη του. Εκεί ήλθε και ο Πολυκράτης, τραυματίας στο χέρι από το βομβαρδισμό της Ακαδημίας στα Γιάννενα και ναυαγός του «Ελληνίς». Μαζί του και με άλλους αποφασίσαμε να φύγουμε και να παρουσιασθούμε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Πατρών. Ήταν αυτό ψηλά στο ύψωμα πάνω από την μεγάλη σκαλινάδα που μοιάζει κατακόρυφα να φθάνει στη κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται το Πολιτικό Νοσοκομείο. Δε θυμάμαι πώς φθάσαμε εκεί, νομίζω πως μας μάζεψε κάποιο υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Σαν φθάσαμε εκεί βρήκαμε ένα ερημωμένο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Οι θάλαμοι ήταν άδειοι, ούτε προσωπικό είδαμε. Καταλάβαμε πως είχε βαρέσει διάλυση. Σε μία στιγμή ακούσαμε κουβέντες πίσω από μία κλεισμένη πόρτα. Σέρνοντας πιά το τραυματισμένο μου πόδι μπήκα στο δωμάτιο. Μέσα σε ένα σύγνεφο καπνού συζητούσανε άνθρωποι με πολιτικά. Έλεγαν για την επικείμενη είσοδο των Γερμανών και πώς να το σκάσουνε για τα σπίτια τους. Δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια μου, με την απάντηση ότι είναι ώρες που ο καθένας παίρνει μόνος του τις αποφάσεις του. Ζήτησα να με γράψουνε στο βιβλίο εισαγωγών για να φανεί ότι παρουσιάστηκα.. Δεν με έγραψαν. Έτσι μου λεει ο Πολυκράτης ότι αυτός θα κατέβει για να φύγει το βράδυ για την Αθήνα με την οτομοτρίς και εάν ήθελα να πάω μαζί του. Δέχθηκα και μαζί μου κι ένας φαντάρος τραυματισμένος στον ώμο. Αλλά πώς να φθάσω στην κατάσταση που βρισκόμουν κάτω στην προκυμαία. Έκαμε ο Γιώργος μία βόλτα και γύρισε με ένα αυτοκίνητο να μας παραλάβει. Σέρνοντας φορτώσαμε σ’ αυτό τα πονεμένα κορμιά μας, γεμάτοι ελπίδα ότι σε λίγο θα γλιτώναμε φθάνοντας στην Αθήνα. Που να ξέραμε εκείνη την στιγμή πως θα συνέχιζε η Οδύσσειά μας. 

Με το ξεκίνημά μας άρχισε το νέο κεφάλαιό της. Συναγερμός πάνω σε συναγερμό, σφυκτικά βοητά των στούκας, ξεράσματα των αντιαεροπορικών, βόμβες στρίγκλιζαν και κάπου έσκαγαν, χαλάζι ατσαλένιο σκορπώντας στο φύτεμά τους.. Στο χαλασμό αυτό κάθε βήμα σταματούσαμε, δήθεν για να μη δώσουμε στόχο. Έτσι σαν βράδιασε φτάσαμε κάποτε στην αποβάθρα, στο σταθμό της οτομοτρίς. Εκεί συναντήσαμε κοντά στα άδεια βαγόνια ένα μέρος του προσωπικού του «Ελληνίς», που θάφευγε κι αυτό για Αθήνα. Όπου φύγει φύγει, αυτό ήταν το σύνθημα παντού. Έρχονται οι Γερμανοί. Συνθηκολόγησε η Στρατιά της Ηπείρου και περικυκλώθηκε τα μεσάνυκτα. Ένας Τσολάκογλου υπέγραψε ειρήνη με τον γερμανό. Η Ελλάδα όμως πολεμούσε. Όπου Ελληνική ψυχή και πόλεμος κατά του κατακτητή. Δεν θα περνούσε εύκολα στον τόπο μας. Και σαν μας κατακτούσε θα τον διώχναμε γρήγορα. Αυτή ήταν η απόφασή μας από την πρώτη στιγμή όπως ήταν τον Οκτώβρη του 40, τι λεω, από τότε που μας βούλιαξαν την Έλλη στο κατώφλι του σπιτιού της Παναγιάς μας, τον Αύγουστο εκείνο τον σημαδιακό. Κάποτε σαν βράδιασε μας συγκεντρώσανε στα βαγόνια και μας είπαν ότι σε κάθε συναγερμό θα σταματούσαμε, θα βγαίναμε ν’ ακροβολισθούμε στα χωράφια για να μη μας πετύχουνε τα κουφέτα των Ναζί. Έτσι και έγινε. Τρεις τέσσαρες φορές ακολούθησα τις οδηγίες. Δεν άντεχα πλέον. Κουρασμένος, πονεμένος, κυριολεκτικά τσακισμένος σε όλα εκτός από το φρόνημα, που κράτησε με υπερηφάνεια η ελληνική μου υπόσταση στο ζενίθ. Απεφάσισα να μοιραστώ την τύχη των βαγονιών και έτσι εγώ και ελάχιστοι άλλοι μείναμε στην θέση μας μέχρι τέλους. Ο κίνδυνος ήτανε μεγάλος. Βομβαρδισμοί και πολυβολισμοί γύρω μας δεν έπαψαν από την αρχή του ταξιδιού. Στην Κόρινθο, σαν μπήκαμε στο σταθμό, ήτανε γεμάτος ο τόπος από στρατό. Ένας συρμός παραγιομισμένος στάθμευε. Σαν τσαμπιά κρεμόντουσαν από πόρτες και παράθυρα οι ανθρώπινες σταφίδες. Δεν σταματήσαμε. Μόλις τραβήξαμε πιο πέρα ταράχτηκε το σύμπαν από μια τρομακτική στ’ αυτιά και στα μάτια μας έκρηξη. Ο συρμός με τα φανταράκια τινάχτηκε στον αέρα. Κάτι διατυπώσεις στον ισθμό μας καθυστερήσανε λίγο. Δεν καταλάβαμε τι συνέβαινε. Από εκεί και πέρα αναπτύξαμε ταχύτητα και δεν θυμάμαι να έγινε τίποτε. 

Φθάσαμε ακόμη νύκτα στο σταθμό Πελοποννήσου. Μας φάνηκε ψέματα. Με κόπο σέρναμε τα βαριά μας πόδια... Που και πώς να πάμε ο καθένας, εκεί που μπορούσε να πάει ο καθένας; Κανείς δεν μας υποδέχτηκε, τους νικητές της Αλβανίας. Κανείς δεν γύρισε το κεφάλι του για να βοηθήσει τους τραυματίες. Είμαστε όμως μέλη ενός τακτικού στρατού και είχαμε υποχρέωση να παρουσιασθούμε στη στρατιωτική αρχή. Απουσίαζε όμως και είχε αφήσει στο πόδι της την αστυνομία πόλεων. Ένα φορτηγό αυτοκίνητο γεμάτο αστυνομικούς στάθμευε απ’ έξω από τον σταθμό. Τους πλησιάσαμε. Μας αγνόησαν, γιατί ήσαν απασχολημένοι με συζήτηση πώς θα πρόκαναν να πάρουν τα άρβυλα μίας εγκαταλελειμμένης στρατιωτικής αποθήκης, προτού μπούνε οι Γερμανοί. Με βάλανε στη μέση ο Πολυκράτης και ο φαντάρος με το τραυματισμένο ώμο και υποβασταζόμενος ανεβήκαμε την Αγίου Κωνσταντίνου και φθάσαμε στην Ομόνοια. Έλα λίγο ακόμα να φθάσω στην πλατεία Λυκαβηττού 2, στο σπίτι της θείας μου Μπελλίνας Ηλιάσκου. Εκείνη την ώρα έκανε την βόλτα της πλατείας μία στρατιωτική φάλαγγα αυτοκινήτων γεμάτη Αγγλικό στρατό. Εμάχοντο την υποχώρηση. Μας σταματήσανε και μας πρότειναν να μας πάρουν μαζί τους στην Κηφισιά και απ’ εκεί στην Κρήτη. Τους ευχαρίστησα, αλλά δεν είχα πλέον κουράγιο για τίποτε, μόνο να φθάσω, να φθάσω. Που να φθάσω; Οπουδήποτε. Σ’ ένα κρεβάτι, να ξαπλώσω, να βγάλω τα ρούχα μου, τα άρβυλά μου και να με πάρει ο ύπνος, ο ύπνος του δικαίου. Καλή τους ώρα, δεν μ’ άφησαν οι φίλοι μου, έβλεπαν το πόδι μου ματωμένο και σχεδόν σηκωτό μ’ αφήσανε στην πόρτα του σπιτιού της θείας μου, στην Πλατεία Λυκαβηττού αρ. 2. 

Στο σπίτι της θείας μου η αναγνώρισή μου έγινε με δισταγμό, γιατί είχαν πληροφορία ότι είχα σκοτωθεί στον πόλεμο. Η εμφάνισή μου με τα κουρελιασμένα ρούχα, τα γένια μερικών εκδοράδων, το μελανιασμένο πρόσωπο από τις εκχυμώσεις και τα μικροτραύματα ήταν παράγοντες που έκαμαν τον ρώσο θυρωρό Νικόλα να μη με αναγνωρίσει. Ωστόσο με έμπασε μέσα στο θυρωρείο και με ξάπλωσε σε ένα κρεβάτι και εκεί μου έκανε εξονυχιστική ανάκριση που κατέληξε αργά την νύχτα στην αναγνώρισή μου. Είχα πολύ πυρετό και με περιποιήθηκε όλη την νύχτα. Το πρωί ειδοποίησε την θεία μου, ήμουνα όμως σε άθλια κατάσταση και πολύ άρρωστος. Δεν είχα τη δύναμη να κάμω βήμα. έτσι η θεία μου φρόντισε να μπώ την ίδια μέρα στον Ευαγγελισμό, που ήταν πλέον στρατιωτικό νοσοκομείο. Νοσηλεύθηκα στην πτέρυγα Βασιλίσσης Όλγας. Ο Καραγιαννόπουλος ανέλαβε την θεραπεία των τραυμάτων μου. Το πόδι μου ήταν σε κακά χάλια και πονούσα πολύ. 

Δεκαοχτώ ολόκληρες μέρες έκαμαν οι Ούννοι να καταλάβουν την Αθήνα. Παρά τον εγκλωβισμό της στρατιάς Ηπείρου η ελληνική άμυνα ήτανε αποτελεσματική τόσο στα οχυρά όσο και στην κάθοδο προς την πρωτεύουσα. Ήμουν στον Ευαγγελισμό σαν στήθηκε ο αγκυλωτός σταυρός στην Ακρόπολη. Τότε άρχισε η εχθρική καταπίεση του πληθυσμού. Πετάξανε τους τραυματίες στο δρόμο για να βάλουν τους δικούς τους. Απειλούσαν με άμεση εκτέλεση όποιον θα φορούσε στρατιωτική στολή και γέμισε η Αθήνα πυτζαμοφόρους με κατσικοπόδαρα. Η μάχη της Κρήτης που καθυστέρησε τόσο το πολεμικό πρόγραμμα του κατακτητή, τον εξόργισε. Οι κακοποιήσεις του κόσμου, οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας, οι αρπαγές των αγαθών με συνέπεια την πείνα, οι συλλήψεις ομήρων, οι εκτελέσεις κατάντησαν τη ζωή εφιαλτική. 

Σα βγήκα από το Νοσοκομείο, ξαναβρήκα τη θέση μου στο Τζάνειο Νοσοκομείο, που είχε μετατρέψει το μεγαλύτερό του μέρος ο κατακτητής σε όρχο αυτοκινήτων για να προστατεύει τα οχήματά του κάτω από τον ερυθρό σταυρό, που αυτός ποτέ δεν σεβάστηκε. Είχαν λεηλατήσει τα πάντα. Δεν άφησαν κουβέρτα για κουβέρτα. Με πρωτόγονα μέσα προσπαθούσαμε να νοσηλεύουμε και να χειρουργούμε τους αρρώστους μας. 

Ένα πρωινό που πήγαινα να πιάσω δουλειά στο Νοσοκομείο, στην οδό Σωκράτους έξω από την Φέλντ Κομαντατούρ, μεταξύ Δημοτικού Θεάτρου και Τερψιθέας, έκαμαν μπλόκο και πιάσανε εκατό άνδρες. Μεταξύ τους κι εγώ. Με τον υποκόπανο, με αγριοφωνές και με κλωτσιές μας έμπασαν σε φορτηγά, αφού μας έψαξαν και μας άδειασαν τις τσέπες και πήραν όλα τα χαρτιά μας. Μας πήραν στο Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο και μας αράδιασαν στον τοίχο, που είχε τότε φάτσα στην λεωφόρο και που τώρα έχει κάγκελα, με τα χέρια ψηλά και την μούρη κολλημένη στον τοίχο. Ξεροσταλιάζαμε ώρες στα πόδια μας, δυσανασχετούσαμε και κάναμε σκέψεις το τι έμελλε να πάθουμε και τα λέγαμε στους διπλανούς μας. Δύο Γερμανοί μας φύλαγαν. Είχαν στήσει στη μια άκρη της λεωφόρου ένα πολυβόλο, που μας σκόπευε και ένας από τους δύο ήταν έτοιμος να το χειριστεί. Ο δεύτερος ήταν κινητός και έκοβε βόλτες από την μία άκρη του τοίχου στην άλλη, κρατώντας ένα αυτόματο και βγάζοντάς μας που και που αγριοφωνές για να μας σπάσει το ηθικό. Η κατάσταση ήταν αφόρητη. Οι σωματικές μας ανάγκες γινόντουσαν επί τόπου. Χτυπούσαμε τα πόδια κάτω σαν τα παλιάλογα να ξεμουδιάσουμε. Λέγαμε να το σκάσουμε και ό,τι γίνει ας γίνει, κανένας όμως δεν το αποφάσιζε. Νύχτωσε και είμαστε ακόμα εκεί. μου ήρθε τρέλα. Πετάχτηκα μεμιάς στη μέση του δρόμου και άρχισα να τρέχω προς τα απέναντι στενά. Ο κινητός φρουρός μούριξε με το αυτόματο και οι σφαίρες πέσανε δίπλα μου. Μπήκα σ’ ένα στενό, με κυνήγησε ρίχνοντας μερικές και μ’ έχασε. Λαχανιασμένος και τρέμοντας έφθασα στο Τζάννειο. Ένα άλτ του Γερμανού σκοπού με σταμάτησε και μούκοψε την ανάσα. Από το παράθυρό του ο θυρωρός Γιώργης Καμακάρης από την Μήλο με αναγνώρισε και φώναξε δυνατά « άρτς» / γιατρός /. Ο σκοπός κατέβασε το όπλο του και πέρασα μέσα. Χαιρέτησα τον Κυρ Γιώργη και σιγά του είπα ότι θα λείψω γιατί θα φύγω για την πατρίδα και να μην το πει σε κανέναν για κάμποσο καιρό. Ξάπλωσα αφού βρήκα κάτι να φάω αλλά λαγοκοιμήθηκα. 

Ξημερώματα πήδηξα τον φράκτη της Εκκλησίας και τράβηξα για την Αθήνα με τα πόδια. Καθόμουν Δημητρίου Σούτσου 28. Προτού πάω στο διαμέρισμα που μοίραζα με φίλους, μπήκα στ’ αστυνομικό τμήμα της οδού Χατζηκώνστα. Είχε κόσμο. Ζήτησα από τον Αξιωματικό υπηρεσίας να του μιλήσω ιδιαίτερα. Σαν τελείωσε κάτι δουλειές μου ένευσε να τον ακολουθήσω στο διπλανό δωμάτιο. Είχα πάρει την απόφασή μου και με συντομία του είπα όλη μου την ιστορία.. Με προθυμία θέλησε να με βοηθήσει. Μου είπε να φύγω αμέσως από την περιοχή και να πάω σε περιοχή που κατέχουν οι Ιταλοί και σε τρείς μέρες την ώρα που θα είναι υπηρεσία να του πάω δύο φωτογραφίες που θάβγαζα σε πλανόδιο αφού αχρήστευα τα αρνητικά. Επίσης μου υπέδειξε να πάω στο Δρογούτι, πίσω από του Φιξ.. Είχε τότε εκεί χαμόσπιτα και μπαράκες της Ελληνικής και Αρμένικης προσφυγιάς. Να πάω στο πρώτο σπίτι που θα συναντούσα και να ζητήσω άσυλο και να αλλάζω καθημερινά κατοικία. Δύσκολη δουλειά και επικίνδυνη. Δίστασα πολύ γιατί δυό φορές είχα ήδη δοσοληψίες με Ιταλούς. Μια φορά σ’ ένα τραμ των Αμπελοκήπων Ιταλοί στρατιώτες με έναν στα πολιτικά με πιάσανε και με οδήγησαν κάπου στην οδό Μεσογείων. Με ψάξανε, κατέγραψαν τα στοιχεία μου και με άφησαν να φύγω. Την δεύτερη φορά στην οδό Σταδίου όπως έβγαινα από το εστιατόριο « Αβέρωφ» με σταμάτησε ένας Ιταλός Αξιωματικός και σε άπταιστα Ελληνικά μου είπε; « Γιατρέ να φύγεις αμέσως για την Κέρκυρα και να παρουσιαστείς στην Ιταλική Διοίκηση. Έχεις διορία μία εβδομάδα». 

Δεν ξαναπάτησα στη περιοχή. Πήρα αμέσως την απόφαση να ξεκινήσω για το Δρογούτι. Στην πρώτη πόρτα που χτύπησα μου άνοιξε μια γυναίκα. της είπα ότι με κυνηγούν οι Γερμανοί και της ζήτησα να με κρύψει. Χωρίς δισταγμό μου είπε; « Μπες γρήγορα μέσα». Η φιλοξενία αυτής της φτωχοοικογένειας ήταν το κάτι άλλο. Το επόμενο βράδυ βρέθηκα σε άλλο σπίτι.. Μια αυλή με πολλές πόρτες.. Με δέχτηκαν κι αυτοί και βρέθηκα μπρος σε μια ομάδα Άγγλων που κρυβότανε την ημέρα και την νύχτα που απαγορευότανε η κυκλοφορία βγαίνανε έξω για να κάμουν σαμποτάζ στους Γερμανούς στο Φάληρο και τις Τζιτζιφιές. Σαν έμαθαν το επάγγελμά μου, μου αναθέσανε να τους βγάλω χειρουργικά, διάστικτα τατουάζ που είχαν στα δάκτυλά τους που συνθέτανε την λέξη LOVE και που προδίδανε την εθνικότητά τους. Μου διαθέσανε όλα τα μέσα που ζήτησα για το έργον μου αυτό αλλά ήμουν πλέον αιχμάλωτός τους. Με παρακολουθούσαν παντού μη με χάσουν. Ίσως φοβόντουσαν μήπως τους προδώσω. Δεν μ’ άφησαν ν’ αλλάξω σπίτι. Έπρεπε να τους ακολουθώ. 

Στο αστυνομικό τμήμα βρήκα τον αξιωματικό και μούδωσε νέα ταυτότητα σαν την παλιά. Μου είπε να φύγω το ταχύτερο από την Αθήνα και να πάω αντάρτης στο βουνό ή στρατιώτης στην μέση Ανατολή. Κάτι μου έλεγε να φύγω απ’ την Ελλάδα και έτσι μ’ έθεσε σε επαφή με έναν νοσηλευόμενο στον Ευαγγελισμό ανάπηρο αεροπόρο που με βοήθησε να οργανωθώ σε μία παρέα που θα έφευγε για την Μέση Ανατολή. Το νόστιμο είναι ότι αυτός που με οργάνωσε ήταν φίλος μου από την σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, ο δικηγόρος Γιώργος Χαριτωνίδης. Είχαμε δυσκολίες, προδοσίες και περιπέτειες. Στο τέλος ξεκινήσαμε ανήμερα Χριστούγεννα απ’ την Ανάβυσσο. Έκανε φοβερό κρύο και το χιόνι έφθανε μέχρι εκεί που έσπαγε το κύμα. Περάσαμε μία νύκτα σ’ ένα ρημοκλήσι τον Αϊ - Γιώργη όπου ανάψαμε φωτιά με ξύλα σε ένα τζάκι, που είχε, με καπνοδόχο.. Ξημερώματα είκοσι δύο άτομα στριμωγμένα σε ένα καϊκάκι με μηχανή ξεκινήσαμε για να συνεχίσουμε τον αγώνα γι α να ελευθερωθεί η σκλαβωμένη πατρίδα μας. 

Τελειώνοντας την πρώτη αυτή φάση του αγώνα, αντί ενός λεπτού σιωπής, ας συγκεντρώσουμε για λίγο την σκέψη και την μνήμη μας σε όλα αυτά τα αθώα πλάσματα, στρατιώτες και πολίτες, των δικών μας αλλά και του εχθρού, που με πίστη και αγάπη στον Θεό και την πατρίδα δώσανε ότι πιο πολύτιμο είχαν στα βουνά, τις θάλασσες, τις πόλεις και τα χωριά άδικα, γιατί έτσι θέλανε οι μεγαλέμποροι του θανάτου για μια ψευτοφιλοδοξία μίας ανήθικης αρρωστημένης οίησης. Ας κάμουμε μια ευχή για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου και την ανάπαυση των ψυχών εκείνων που παλεύοντας για την δικαιοσύνη, για την ελευθερία και δυστυχώς για την τρέλα των τρελών, πατέρες, μανάδες, αδελφοί, σύζυγοι και παιδιά προσφέρανε μαζί με την πολύτιμη ζωή τους ένα άφθαστο παράδειγμα καρτερίας και καθήκοντος στην ανθρωπότητα.

(Πηγή: https://sites.google.com/site/alexandrospolites/anamneseis/1940)