Το 1964 όταν αφικνύετο, τα πράγματα ήταν τεταμένα στο νησί (Κύπρος) -μια κατάσταση σε τεντωμένο σχοινί με τους Τούρκους- και η Ελλάδα του Γεώργιου Παπανδρέου έστειλε ενισχύσεις. Μία μεραρχία στρατού και αξιωματικούς για στελέχωση της νεοϊδρυθείσας Εθνικής Φρουράς, όπως και δύο πλοία: το «Φαέθων» και το «Αρίων», δωρεά του Αναστάση Λεβέντη, η μόνη ναυτική μας δύναμη τότε. Πλοία παλιά -καράβια ήταν γερμανικά του 1935- έπιασαν νότια ρότα για τον Βορρά μας. Το νησί δεν είχε προστασία από τη θάλασσα και τυχόν τουρκικές επιδρομές θα γίνονταν από απέναντι, από την Καραμανιά. Η υποβολή των 13 σημείων από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για τροποποίηση του Συντάγματος της Δημοκρατίας το 1963, δεν άρεσε στους Τούρκους. Και η υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 για ανεξαρτησία, άλλα σήμαινε για αυτούς. Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων του τόπου ήταν γεγονός και όσο πήγαινε κορυφωνόταν η κατάσταση. Με αίμα περιλούστηκε η περίοδος 1963-1964.
Ο πλοίαρχος Μητσάτσος -27 χρόνων τότε- απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών, έφτασε στην Κύπρο του ’64, ως αξιωματικός του Ναυτικού, κυβερνήτης του «Φαέθων» και διοικητής των δύο μοναδικών μας «πολεμικών» πλοίων. Με προβλήματα στη μηχανή κίνησε ο Μητσάτσος από το Ναύσταθμο στο Βορρά -χάλαγε συνέχεια η διαολεμένη- με πέντε πυροβόλα και μια δράκα ανθρώπους. «Υποστηρίξατε από θαλάσσης τις μάχες στη στεριά», ήταν η εντολή-αποστολή κι οι συγκρούσεις στη Μανσούρα και στα Κόκκινα βρήκαν πλοίαρχο και πλήρωμα να πολεμούν. Και σπάει πάλι η αντλία και σταματάει η μία μηχανή του «Φαέθων», με νέα εντολή να οδηγεί τον Μητσάτσο προς όρμο πάρα δίπλα για επισκευή. Μαζί και το «Αρίων», όπου το καραβοστάσι «Ξερός». Στο αιματηρό ημερολόγιο και η 7η Αυγούστου 1964, στους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας. Ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο -αγνώστου ταυτότητας, σίγουρα τουρκικό- πετάει πάνω από τα κεφάλια των 23 του «Φαέθων»: του αξιωματικού Μητσάτσου, των δύο υπαξιωματικών και των 20 κληρωτών ναυτών. Σε αυτούς και ένας Κύπριος εθελοντής. Πετάει το αεροπλάνο -προπομπός επίθεσης είναι αυτό- σημάδι ότι όπου να ’ναι έρχονται τα βομβαρδιστικά. Διώχνει ο Μητσάτσος το «Αρίων» και συγκεντρώνει το πλήρωμά του: «Φύγετε. Όσοι θέλετε να φύγετε πιάστε τη βάρκα» -υποχρέωσή τους δεν ήταν να πολεμήσουν- ειρήνη βασίλευε στην Ελλάδα- σε αποστολή βρίσκονταν σε άλλο κράτος για προστασία του ελληνισμού. «Φύγετε», φώναζε ο Μητσάτσος. Να φύγουν και οι δύο υπαξιωματικοί -του ενός η γυναίκα μόλις είχε γεννήσει, του άλλου περίμενε παιδί. Κανένας δεν έφυγε. «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία απαντήστε εσείς», ήταν η διαταγή από το επιτελείο. Και έφτασαν τα τουρκικά αεροπλάνα – γύπες στον ουρανό. Φωτιά και ατσάλι, ιδρώτας και αδρεναλίνη. Άρχισαν οι επιθέσεις από αέρος, με το «Φαέθων» να κάνει ελιγμούς ανάμεσα στα αμερικανικά φορτηγά πλοία του κολπίσκου. Ίσως οι Τούρκοι, σκέφτηκε ο Μητσάτσος, στη θέα των αμερικανικών σημαιών να μην χτυπούσαν. Αυταπάτη -«έραβαν» εκείνοι, ένα προβληματικό πλοίο με σπασμένη μηχανή στα οκτώ μόλις μίλια ταχύτητάς του. Και πιάνουν τα πυροβόλα τους οι Έλληνες -προβληματικά και εκείνα, αφού τα τέσσερα εκ των πέντε είχαν ακατάλληλα πυρομαχικά. Με το ένα το «καλό» κατέρριψαν ένα εχθρικό αεροπλάνο, προκαλώντας ζημιές σε άλλο. Άνθρωποι, όμως, άρχισαν να σκοτώνονται. «Να κάτσω το πλοίο πάνω στην άμμο», σκέφτηκε ο Μητσάτσος, «να σωθούν οι υπόλοιποι», παρά την προβλήτα του Ξερού, όπου το νταλαβέρι των μεταλλευμάτων. «Στρίψτε το καράβι», διατάζει ο πλοίαρχος, μα εκείνο δεν έστριβε. Ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί και πιάνει εκείνος το τιμόνι -δίπλα του ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ένα αεροπλάνο πλησιάζει με κοιλιά του τη θάλασσα -και κανείς τους δεν το είδε- αφήνοντας μια συνεχόμενη ριπή, τρομακτική σαν καταιγίδα. Ύπαρχος, νοσοκόμος και Κύπριος -ο Μορφίτης Άντης Φιλήτας- σκοτώνονται, ένας τραυματίζεται, σφαίρες διαπερνούν το δεξί χέρι του πλοιάρχου που δεν αφήνει το τιμόνι. Ρίχνει το πλοίο στην παραλία και διατάζει εγκατάλειψη. Εκείνο βομβαρδίζεται με ναπάλμ, στο καραβοστάσι σκορπιέται ο θάνατος, αυτοκίνητο αναζητείται για το νοσοκομείο. Το ημερολόγιο -πάλι αιματηρό- έγραφε 8 Αυγούστου 1964, ημέρα Σάββατο, απόγευμα σκοτεινό. Εν τω μεταξύ, ο γιατρός Ανδρέας Δημητριάδης, στο άκουσμα των ριπών και στη θέα των γυπών στον ουρανό, κίνησε για το νοσοκομείο της Πεντάγυιας, της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΚΜΕ), όπου εργαζόταν. Σε κατάσταση πολέμου εκείνο, ο γιατρός τέθηκε με το προσωπικό σε ετοιμότητα: καθήκον φωνής και πατρίδας. Παράθυρα έσπαζαν, τζάμια θρυμματίζονταν, στο τράνταγμα των αιθέρων στις τουρκικές βυθίσεις πάνω από το νοσοκομείο. Ο γιατρός διαισθανόταν το κακό και πριν προλάβει να κάνει δεύτερη σκέψη καταφθάνουν οι πρώτοι τραυματίες του «Φαέθων». Συναγερμός, οι νοσοκόμοι να πηγαινοέρχονται -μορφίνη, οξυγόνο, ενδοφλέβια υγρά, αίμα για ομάδα και διασταύρωση. Τα εγκαύματα στο πρόσωπο και στα άκρα τους ήταν φοβερά -κανένα δευτερόλεπτο δεν έπρεπε να πάει χαμένο- με τις πληγές ανοικτές και βαθιές να δημιουργούν κόκκινα ποτάμια. Δεκαέξι ήσαν οι τραυματίες, εφτά οι σκοτωμένοι -έτοιμο το χειρουργείο για το δρα Δημητριάδη, όλα ήταν έτοιμα.
Ο πλοίαρχος Μητσάτσος, κτυπημένος στο δεξιό βραχίονα, ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Πολτοποιημένοι μύες, αγγεία, αρτηρίες, φλέβες χαίνουνταν και αιμορραγούσαν, οστούν κομματιασμένο, χέρι κάτασπρο χωρίς σφυγμό. Μεγάλο το δίλημμα του γιατρού: να ακρωτηριάσει το χέρι και να προλάβει τη ζωή; Νέος και εκείνος -στα 36 του- μπορούσε να αποκόψει τα νιάτα κάποιου άλλου; Είκοσι εφτά ο πλοίαρχος και η γάγγραινα τον παραμόνευε… Ή να προσπαθήσει να αποκαταστήσει το σακατεμένο περιβάλλον; Αυτό θα έκανε, εκείνο το σκοτεινό απόγευμα της 8ης Αυγούστου 1964, όπου εργαλεία, αυτοσυγκέντρωση και ικανότητα θα πραγματώνονταν για ώρες στο χειρουργικό τραπέζι. Μετά τον Μητσάτσο άλλοι θα περνούσαν από το επιδέξιο χέρι του γιατρού, υπό τις τρομακτικές δονήσεις του νοσοκομείου. Την επομένη -στις 9- ο Μητσάτσος μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και ακολούθως στην Αθήνα. Πεσόντες: Υπασπιστής Α’ Σπυρίδων Αγαθός, ετών 29, εκ Γαρούνας Κέρκυρας Αρκαδίας, ναύτης Νικόλαος Νιάφας, ετών 22, εκ Λαμίας, ναύτης Νικόλαος Καπαδούκας, ετών 22, εκ Γλώσσης Σκοπέλου, υπασπιστής Α’ Νικόλαος Πανάγος, ετών 28, εκ Πραγματευτής Αρκαδίας, ναύτης Παναγιώτης Θεοδωράτος, ετών 21, εκ Μονοπωλάχου Κεφαλληνίας, επίκουρος σημαιοφόρος Παναγιώτης Χρυσούλης, ετών 26, εξ Αθηνών.
Ο πλοίαρχος Μητσάτσος -27 χρόνων τότε- απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών, έφτασε στην Κύπρο του ’64, ως αξιωματικός του Ναυτικού, κυβερνήτης του «Φαέθων» και διοικητής των δύο μοναδικών μας «πολεμικών» πλοίων. Με προβλήματα στη μηχανή κίνησε ο Μητσάτσος από το Ναύσταθμο στο Βορρά -χάλαγε συνέχεια η διαολεμένη- με πέντε πυροβόλα και μια δράκα ανθρώπους. «Υποστηρίξατε από θαλάσσης τις μάχες στη στεριά», ήταν η εντολή-αποστολή κι οι συγκρούσεις στη Μανσούρα και στα Κόκκινα βρήκαν πλοίαρχο και πλήρωμα να πολεμούν. Και σπάει πάλι η αντλία και σταματάει η μία μηχανή του «Φαέθων», με νέα εντολή να οδηγεί τον Μητσάτσο προς όρμο πάρα δίπλα για επισκευή. Μαζί και το «Αρίων», όπου το καραβοστάσι «Ξερός». Στο αιματηρό ημερολόγιο και η 7η Αυγούστου 1964, στους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας. Ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο -αγνώστου ταυτότητας, σίγουρα τουρκικό- πετάει πάνω από τα κεφάλια των 23 του «Φαέθων»: του αξιωματικού Μητσάτσου, των δύο υπαξιωματικών και των 20 κληρωτών ναυτών. Σε αυτούς και ένας Κύπριος εθελοντής. Πετάει το αεροπλάνο -προπομπός επίθεσης είναι αυτό- σημάδι ότι όπου να ’ναι έρχονται τα βομβαρδιστικά. Διώχνει ο Μητσάτσος το «Αρίων» και συγκεντρώνει το πλήρωμά του: «Φύγετε. Όσοι θέλετε να φύγετε πιάστε τη βάρκα» -υποχρέωσή τους δεν ήταν να πολεμήσουν- ειρήνη βασίλευε στην Ελλάδα- σε αποστολή βρίσκονταν σε άλλο κράτος για προστασία του ελληνισμού. «Φύγετε», φώναζε ο Μητσάτσος. Να φύγουν και οι δύο υπαξιωματικοί -του ενός η γυναίκα μόλις είχε γεννήσει, του άλλου περίμενε παιδί. Κανένας δεν έφυγε. «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία απαντήστε εσείς», ήταν η διαταγή από το επιτελείο. Και έφτασαν τα τουρκικά αεροπλάνα – γύπες στον ουρανό. Φωτιά και ατσάλι, ιδρώτας και αδρεναλίνη. Άρχισαν οι επιθέσεις από αέρος, με το «Φαέθων» να κάνει ελιγμούς ανάμεσα στα αμερικανικά φορτηγά πλοία του κολπίσκου. Ίσως οι Τούρκοι, σκέφτηκε ο Μητσάτσος, στη θέα των αμερικανικών σημαιών να μην χτυπούσαν. Αυταπάτη -«έραβαν» εκείνοι, ένα προβληματικό πλοίο με σπασμένη μηχανή στα οκτώ μόλις μίλια ταχύτητάς του. Και πιάνουν τα πυροβόλα τους οι Έλληνες -προβληματικά και εκείνα, αφού τα τέσσερα εκ των πέντε είχαν ακατάλληλα πυρομαχικά. Με το ένα το «καλό» κατέρριψαν ένα εχθρικό αεροπλάνο, προκαλώντας ζημιές σε άλλο. Άνθρωποι, όμως, άρχισαν να σκοτώνονται. «Να κάτσω το πλοίο πάνω στην άμμο», σκέφτηκε ο Μητσάτσος, «να σωθούν οι υπόλοιποι», παρά την προβλήτα του Ξερού, όπου το νταλαβέρι των μεταλλευμάτων. «Στρίψτε το καράβι», διατάζει ο πλοίαρχος, μα εκείνο δεν έστριβε. Ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί και πιάνει εκείνος το τιμόνι -δίπλα του ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ένα αεροπλάνο πλησιάζει με κοιλιά του τη θάλασσα -και κανείς τους δεν το είδε- αφήνοντας μια συνεχόμενη ριπή, τρομακτική σαν καταιγίδα. Ύπαρχος, νοσοκόμος και Κύπριος -ο Μορφίτης Άντης Φιλήτας- σκοτώνονται, ένας τραυματίζεται, σφαίρες διαπερνούν το δεξί χέρι του πλοιάρχου που δεν αφήνει το τιμόνι. Ρίχνει το πλοίο στην παραλία και διατάζει εγκατάλειψη. Εκείνο βομβαρδίζεται με ναπάλμ, στο καραβοστάσι σκορπιέται ο θάνατος, αυτοκίνητο αναζητείται για το νοσοκομείο. Το ημερολόγιο -πάλι αιματηρό- έγραφε 8 Αυγούστου 1964, ημέρα Σάββατο, απόγευμα σκοτεινό. Εν τω μεταξύ, ο γιατρός Ανδρέας Δημητριάδης, στο άκουσμα των ριπών και στη θέα των γυπών στον ουρανό, κίνησε για το νοσοκομείο της Πεντάγυιας, της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΚΜΕ), όπου εργαζόταν. Σε κατάσταση πολέμου εκείνο, ο γιατρός τέθηκε με το προσωπικό σε ετοιμότητα: καθήκον φωνής και πατρίδας. Παράθυρα έσπαζαν, τζάμια θρυμματίζονταν, στο τράνταγμα των αιθέρων στις τουρκικές βυθίσεις πάνω από το νοσοκομείο. Ο γιατρός διαισθανόταν το κακό και πριν προλάβει να κάνει δεύτερη σκέψη καταφθάνουν οι πρώτοι τραυματίες του «Φαέθων». Συναγερμός, οι νοσοκόμοι να πηγαινοέρχονται -μορφίνη, οξυγόνο, ενδοφλέβια υγρά, αίμα για ομάδα και διασταύρωση. Τα εγκαύματα στο πρόσωπο και στα άκρα τους ήταν φοβερά -κανένα δευτερόλεπτο δεν έπρεπε να πάει χαμένο- με τις πληγές ανοικτές και βαθιές να δημιουργούν κόκκινα ποτάμια. Δεκαέξι ήσαν οι τραυματίες, εφτά οι σκοτωμένοι -έτοιμο το χειρουργείο για το δρα Δημητριάδη, όλα ήταν έτοιμα.
Ο πλοίαρχος Μητσάτσος, κτυπημένος στο δεξιό βραχίονα, ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Πολτοποιημένοι μύες, αγγεία, αρτηρίες, φλέβες χαίνουνταν και αιμορραγούσαν, οστούν κομματιασμένο, χέρι κάτασπρο χωρίς σφυγμό. Μεγάλο το δίλημμα του γιατρού: να ακρωτηριάσει το χέρι και να προλάβει τη ζωή; Νέος και εκείνος -στα 36 του- μπορούσε να αποκόψει τα νιάτα κάποιου άλλου; Είκοσι εφτά ο πλοίαρχος και η γάγγραινα τον παραμόνευε… Ή να προσπαθήσει να αποκαταστήσει το σακατεμένο περιβάλλον; Αυτό θα έκανε, εκείνο το σκοτεινό απόγευμα της 8ης Αυγούστου 1964, όπου εργαλεία, αυτοσυγκέντρωση και ικανότητα θα πραγματώνονταν για ώρες στο χειρουργικό τραπέζι. Μετά τον Μητσάτσο άλλοι θα περνούσαν από το επιδέξιο χέρι του γιατρού, υπό τις τρομακτικές δονήσεις του νοσοκομείου. Την επομένη -στις 9- ο Μητσάτσος μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και ακολούθως στην Αθήνα. Πεσόντες: Υπασπιστής Α’ Σπυρίδων Αγαθός, ετών 29, εκ Γαρούνας Κέρκυρας Αρκαδίας, ναύτης Νικόλαος Νιάφας, ετών 22, εκ Λαμίας, ναύτης Νικόλαος Καπαδούκας, ετών 22, εκ Γλώσσης Σκοπέλου, υπασπιστής Α’ Νικόλαος Πανάγος, ετών 28, εκ Πραγματευτής Αρκαδίας, ναύτης Παναγιώτης Θεοδωράτος, ετών 21, εκ Μονοπωλάχου Κεφαλληνίας, επίκουρος σημαιοφόρος Παναγιώτης Χρυσούλης, ετών 26, εξ Αθηνών.