της Άννας Δαμιανίδη*
"Υπήρχαν και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άλογα του πολέμου. Καθαρόαιμα, τα καλύτερα πάντως, φαίνονται στις φωτογραφίες που έχω του πατέρα μου. Ήταν έφεδρος αξιωματικός στο ιπποκίνητο πυροβολικό. Για φαντάσου, υπήρχε ακόμα ιπποκίνητο πυροβολικό στο Β' παγκόσμιο πόλεμο! Άλογα τραβούσαν τα κανόνια, όπως έκαναν και στον Τριακονταετή πόλεμο. Το σώμα εκείνο πολέμησε στο οχυρό Λίσε, δίπλα στο Ρούπελ, στα βόρεια σύνορα.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, Απρίλη του 41, ο πατέρας μου με ένα φίλο του αποφάσισαν ότι δεν θα παρέδιδαν τα όπλα και τα άλογά τους στο νικηφόρο γερμανικό στρατό κι έφυγαν για τη θάλασσα, να ξεφύγουν, μέσω νησιών και Τουρκίας να πάνε στην Αίγυπτο, να συνεχίσουν να πολεμούν.
Κάλπασαν ώρες ατελείωτες, μέρα και νύχτα κι όταν έφτασαν στην παραλία, ετέθη το ζήτημα τι θα έκανε το άλογο. Βρήκαν βάρκα να φύγουν στη Θάσο, αλλά το άλογο; Ήταν περιουσία του στρατού, οι Γερμανοί θα το έπαιρναν και θα το χρησιμοποιούσαν αν το άφηνε εκεί, ελεύθερο στο παραλία. Και τότε, έλεγε ο πατέρας μου όταν διηγόταν την ιστορία στον αδερφό μου και σε μένα, δεκαετίες αργότερα, τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να σκοτώσω το άλογο! Κι εμείς εκεί αρχίζαμε τις φωνές, όχι, όχι, δεν έπρεπε, δεν το σκότωσες, πες ότι δεν σκότωσες το καημένο το αλογάκι! Λες κι ήταν ένα παραμύθι που μπορούσαμε να παρέμβουμε στην πλοκή του, αφού το έγραφε σαν να λέμε ο ίδιος ο μπαμπάς μας, τι διάολο, είχαμε τα μέσα.
Όμως εκείνος δεν μας έκανε τη χάρη να πει ένα ψεματάκι παρηγορητικό. Το σκότωσα, μας έλεγε, το σκότωσα για να μην το πάρουν οι Γερμανοί, έκλαιγα πολύ, το κρατούσα αγκαλιά, αλλά το σκότωσα… Και δάκρυζε ξανά καθώς το θυμόταν κι εμείς ανατριχιάζαμε και δεν το πιστεύαμε, δεν το δεχόμασταν, πώς μπορούσε να έχει κάνει κάτι τέτοιο, δεν του το συγχωρούσαμε ποτέ. Δεν καταλαβαίναμε πως εκείνη τη στιγμή ο υπάκουος αξιωματικός που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων επί χρόνια, προσπαθούσε να ξαναγίνει άνθρωπος που έπαιρνε αποφάσεις, να συνεχίσει, κατά κάποιον τρόπο, τον πόλεμο μόνος του. Βλέπαμε μόνο το άδικο, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος, τόσο μικρόσωμος στις φωτογραφίες πάνω στ’ άλογο του και να’ χει δικαίωμα ζωής και θανάτου στο μεγαλειώδες αυτό ζώο; Δεν το χωρούσε ο νους μας.
Τον θυμήθηκα τώρα με τον τίτλο της νέας ταινίας του Σπήλμπεργκ, "Το άλογο του πολέμου." Φαντάζομαι θα έχει καλό τέλος η ταινία. Θα βρίσκει το άλογο το αφεντικό του και θα παίρνει αγκαλιά το μεγάλο κεφάλι του, όχι για να το σκοτώσει βέβαια και οι θεατές θα μαθαίνουν πολλά για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, που εδώ στην Ελλάδα δεν τον ζήσανε οι παππούδες μας όπως οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, γι αυτό και ποτέ δεν καταλάβαμε ακριβώς για ποιο λόγο δεν ήθελαν οι Γάλλοι και άλλοι παθόντες του Πρώτου να πολεμήσουν στο Δεύτερο. Όσο μπορεί να καταλάβει κανείς τον πόνο του άλλου, την αδικία στον άλλον, την απώλεια των άλλων."
"Υπήρχαν και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άλογα του πολέμου. Καθαρόαιμα, τα καλύτερα πάντως, φαίνονται στις φωτογραφίες που έχω του πατέρα μου. Ήταν έφεδρος αξιωματικός στο ιπποκίνητο πυροβολικό. Για φαντάσου, υπήρχε ακόμα ιπποκίνητο πυροβολικό στο Β' παγκόσμιο πόλεμο! Άλογα τραβούσαν τα κανόνια, όπως έκαναν και στον Τριακονταετή πόλεμο. Το σώμα εκείνο πολέμησε στο οχυρό Λίσε, δίπλα στο Ρούπελ, στα βόρεια σύνορα.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, Απρίλη του 41, ο πατέρας μου με ένα φίλο του αποφάσισαν ότι δεν θα παρέδιδαν τα όπλα και τα άλογά τους στο νικηφόρο γερμανικό στρατό κι έφυγαν για τη θάλασσα, να ξεφύγουν, μέσω νησιών και Τουρκίας να πάνε στην Αίγυπτο, να συνεχίσουν να πολεμούν.
Κάλπασαν ώρες ατελείωτες, μέρα και νύχτα κι όταν έφτασαν στην παραλία, ετέθη το ζήτημα τι θα έκανε το άλογο. Βρήκαν βάρκα να φύγουν στη Θάσο, αλλά το άλογο; Ήταν περιουσία του στρατού, οι Γερμανοί θα το έπαιρναν και θα το χρησιμοποιούσαν αν το άφηνε εκεί, ελεύθερο στο παραλία. Και τότε, έλεγε ο πατέρας μου όταν διηγόταν την ιστορία στον αδερφό μου και σε μένα, δεκαετίες αργότερα, τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να σκοτώσω το άλογο! Κι εμείς εκεί αρχίζαμε τις φωνές, όχι, όχι, δεν έπρεπε, δεν το σκότωσες, πες ότι δεν σκότωσες το καημένο το αλογάκι! Λες κι ήταν ένα παραμύθι που μπορούσαμε να παρέμβουμε στην πλοκή του, αφού το έγραφε σαν να λέμε ο ίδιος ο μπαμπάς μας, τι διάολο, είχαμε τα μέσα.
Όμως εκείνος δεν μας έκανε τη χάρη να πει ένα ψεματάκι παρηγορητικό. Το σκότωσα, μας έλεγε, το σκότωσα για να μην το πάρουν οι Γερμανοί, έκλαιγα πολύ, το κρατούσα αγκαλιά, αλλά το σκότωσα… Και δάκρυζε ξανά καθώς το θυμόταν κι εμείς ανατριχιάζαμε και δεν το πιστεύαμε, δεν το δεχόμασταν, πώς μπορούσε να έχει κάνει κάτι τέτοιο, δεν του το συγχωρούσαμε ποτέ. Δεν καταλαβαίναμε πως εκείνη τη στιγμή ο υπάκουος αξιωματικός που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων επί χρόνια, προσπαθούσε να ξαναγίνει άνθρωπος που έπαιρνε αποφάσεις, να συνεχίσει, κατά κάποιον τρόπο, τον πόλεμο μόνος του. Βλέπαμε μόνο το άδικο, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος, τόσο μικρόσωμος στις φωτογραφίες πάνω στ’ άλογο του και να’ χει δικαίωμα ζωής και θανάτου στο μεγαλειώδες αυτό ζώο; Δεν το χωρούσε ο νους μας.
Τον θυμήθηκα τώρα με τον τίτλο της νέας ταινίας του Σπήλμπεργκ, "Το άλογο του πολέμου." Φαντάζομαι θα έχει καλό τέλος η ταινία. Θα βρίσκει το άλογο το αφεντικό του και θα παίρνει αγκαλιά το μεγάλο κεφάλι του, όχι για να το σκοτώσει βέβαια και οι θεατές θα μαθαίνουν πολλά για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, που εδώ στην Ελλάδα δεν τον ζήσανε οι παππούδες μας όπως οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, γι αυτό και ποτέ δεν καταλάβαμε ακριβώς για ποιο λόγο δεν ήθελαν οι Γάλλοι και άλλοι παθόντες του Πρώτου να πολεμήσουν στο Δεύτερο. Όσο μπορεί να καταλάβει κανείς τον πόνο του άλλου, την αδικία στον άλλον, την απώλεια των άλλων."