
Την άνοιξιν του 1919 ακολουθεί την 9η Μεραρχία εις Ανατ. Μακεδονία και Θράκη δια τους κατά της Βουλγαρίας πολέμους, λαβών μέρος εις τας μάχας διά την κατάληψιν της Ξάνθης και Αδριανουπόλεως, προαχθείς εις ανθυπολοχαγόν. Την δε άνοιξιν του 1920 αναχωρεί εις μικράν Ασίαν διά την εκστρατεία της Άγκυρας, όπου έλαβε μέρος ως ανθυπολοχαγός εις τας μάχας του Γκιλτίζ (παρά του Ουσάκ), εις την κατάληψιν των οχυρών της Κιουταχειας, του Εσκή - Σεχήρ και Αζή - Ζιέ δια της αλμυράς ερήμου, εις τας μάχας του Καλεγκρότο πλησίον της Άγκυρας (Αυγ. 1921) στα κόκκινα χώματα και τον τραπεζοειδή λόφο της Άγκυρας και του Σαγγαρίου, όπου και ετραυματίσθη, αποσπάσας πολλάς εφήμους μνείας και αριστεία ανδρείας, προαχθείς κατ' Οκτώβριον 1921 και εις υπολοχαγόν, διοικήσας πολλάκις λόχους. Μετά την Μ. Ασία διορίζεται δημοδιδάσκαλος Χιονάδων - Κονίτσης (1923) και το 1924 - 1925 μετεκπαιδεύεται εις το Μονοτάξιο Διδασκαλείο Ιωαννίνων, αποφοιτήσας με τον βαθμόν άριστα. Τοποθετείται από το 1925 - 1928 δημοδιδάσκαλος εις το Ζάλοβον - Γρεβενών και εν έτος μετά εις Φούρκαν - Κονίτσης και από το 1929 - 1937 εις Χιονιάδες Κονίτσης, όπου έλαβε και την προαγωγήν του Λοχαγού και το 1938 μέχρι Αυγ. 1939 εις το Λισκάτση – Κονίτσης, όπου κι επιστρατεύθει δια εμπιστευτικής κλήσεως, τοποθετηθείς εις τον εφοδιασμόν Όχρου Πυροβολικού Ιωανίνων και τον Δεκέμβριον του 1940, παρότι έφεδρος, τραυματίας και οικογενειάρχης, αναχωρεί τη επιθυμία του στο Β/ηπειρωτικό μέτωπο, αναλαβών τη διοίκηση του 9ου λόχου, του 42 Συν)τος ευζώνων. Τον λόχον αυτόν οδηγών εις μάχην έπεσεν ηρωϊκώς την 3 Ιανουαρίου 1941.
«Τραγουδώντας ψηλά στo Τεπελένι με το λόχο του τον Εθνικό Ύμνο της Πατρίδος του και γιουχαΐζοντας το δειλό και δόλιο εχθρό του και φωνάζοντας με την περήφανη κι Ελληνική ψυχή του: «Εμπρός παιδιά» κι αυτός μπροστά με το πιστόλι του στα χέρια, οδηγώντας με τη λεβεντιά του και το καμάρι του το ζηλευτό το λόχο του με τους ευζώνους, τον θέρισε μια ριπή ελοχεύοντας Ιταλικού πολυβόλου και σώριασε νεκρό στα υψώματα Μάλ - Σπάτ (Τεπελενίου) την 3 Ιανουαρίου 1941, το λεβεντόκορμο λοχαγό, τον τραυματία του Σαγγαρίου, τον πατέρα τεσσάρων παιδιών και με τυφλό πατέρα και γέροντα παπά και με γυναίκα νειά έστειλε στα Ηλύσια πεδία τον αλησμόνητο δάσκαλο Γεώργιο Παπαθεμιστοκλέους, εκ Τουρνόβου της Κονίτσης. Κι έμεινε χωρίς γιατρό, κι έμεινε άταφος μέρες, γιατί το μέρος εβάλλετο και η Νίκη εταλαντεύετο. Κι έμεινε μόνος στα κακορέμματα κι αχάλαγα βουνά της Αλβανίας, στις αφιλόξενες ερημιές μόνος χωρίς να του πλείνει κανείς τις πληγές του, χωρίς να σκουπίσει κανείς τα λαμπερά μάτια του τις τελευταίες στιγμές πού χαιρετούσε το παλληκάρι αυτή τη ζωή και τη Νίκη της Ελλάδος. Έμεινε μόνος με τη ματωμένη στολή του αξιωματικού και το πιστόλι του δίπλα και περίμενε και νεκρός να δεί να παρθεί το ύψωμα, ν' αγναντέψει το Τεπελένι και να ταφεί μετά και να ησυχάσει και να ξεμουδιάσουν τα τρυπημένα κόκαλά του και να χαρεί βλέποντας τη Γαλανοφόρα Θεά της Ελλάδος να περνά, να χαιρετά τον Τάφο του και να προχωρεί χαρούμενη και δοξασμένη όλο μπρος! Το Σύνταγμά του εγνώρισε το χαμό στο σπίτι του δια του εξής ιστορικού εγγράφου. «Δόξα τρανή - Ελληνική. Θεά Γαλανοφόρα!πέτα ξανά στη Κόνιτσα, στου Πίνδου τα βουνά και πάρε απ' το Τούρνοβο λουλούδια μυροφόρα. σύρτα στο Τεπελένι σου και ράνε το ξανά! Ρίξε δυο τούφες - Δόξα μου - στου Λοχαγού το μνήμα. Κάπου εκεί που βρίσκεται, κάπου… σε μια χαράδρα,‘πο πασκαλούδες μας λευκές κι από μαβιά μανούσια.Χαιρέτα μας το Λοχαγό, το Δάσκαλο, τον Ήρωα, τον Άνδρα! Χαιρέτα τον! και θα χαρή πολύ - Ελλάδα Δαφνοφόρα! κι απ' τον τυφλό πατέρα του και γέροντα Παπά, απ' τη καλή κι - Ευγενικιά - γυναίκα μαυροφόρα,‘π' τα τέσσερα παιδάκια του, που τα 'χεις συ παιδιά!Πες του πονούν μες' σ' άδικη ζωή, μα τώχουν περηφάνεια, γιατί τον χάρισαν σ' Εσέ, να γίνεις λαμπροφόρα,γιατί ξεχνούν στη λάμψη σου τη δύστυχη ορφάνεια μια κ' έγινε η Ελλάδα μας στη Δόξα πρωτοπόρα! Τίμα τον Δόξα, Τίμα τον! Σε τίμησε κι αυτός! με πίστη, με το αίμα του, με την παλληκαριάπ' ενώ ρυπές τον θέριζαν κι έπεφτε σωριαστός «εμπρός Ευζώνοι» φώναζε και «χαίρε λευθεριά»! Χαιρέτα εκεί τη λεβεντιά και την τρανή ψυχή του!Τίμα τον Δόξα, Τίμα τον! μ' αγάπη Συ πολλή, με όσ' αγάπη τώχουνε οι φίλοι κι οι δικοί του κι ας ζή μαζύ σου τ' όνομα του Γιώργου Παπακλή!»
«Έχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν κ.λ.π. . . εφονεύθη εις Μάλι -Σπάτ την 31 Ιανουαρίου 1941 ηρωϊκώτατα μαχόμενος, επιδείξας απαράμιλλον ανδρείαν και αυτοθυσίαν, αποτίσας δε ούτος τον υπέρτατον φόρον προς την Πατρίδα, συγκατελέγει εις το Πάνθεον των υπέρ Πατρίδος πεσόντων. Το Σύν/γμα αγγέλλον μετά θλίψεως το ηρωϊκόν τέλος του προσφιλούς μέλους της οικογενείας υμών συλλυπείται υμάς εγκαρδίως. Διαβιβάζει δε συνάμα την άπειρον ευγνωμοσύνην της πατρίδος.
Εν Τ.Τ. 712 τη Φεβρ. 1941
Γ. ΠΑΙΙΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Συν)ρχης Πεζικού
Ο υπολοχαγός του Φούφουλος Ν. εκ Λιβαδείας, υπηρετών υπό τας διαταγάς του Παπαθεμιστοκλέους στο Μέτωπο και ο οποίος τον ενεταφίασε στα τελευταία υψώματα προς Τεπελένι ως εξής διηγείται δια το χαμό του: «Προ της διαταχθείσης γενικής εφόδου συνεγκέντρωσε το λόχο του και ωμίλησε πατριωτικά, ενθαρρύνας αρκετά. Επηκολούθησεν επίθεσις, αρχίσας μόνος του και μετά οι στρατιώται του τον Εθνικό Ύμνο, πάντοτε μπροστά, πάντοτε ενθαρρύνων και οδηγών τον λόχον του με το πιστόλι στα χέρια και γιουχαΐζων τον εχθρόν, οπότε μια ριπή πυλυβόλου τον εφόνευσε εξ αποστάσεως 50 μέτρων που ήταν οι Ιταλοί κρυμμένοι. Κλαίνε οι διμοιρίται του, κλαίνε οι εύζωνοι του που τόσο τον αγαπούσαν… ουδέποτε γνωρίσαμε τέτοιον γενναίον λοχαγόν και ουδέποτε αγαπήσαμε άλλον αξιωματικόν τόσον, όσον αυτόν για 25 ήμερες μόνον. Είχε εξαιρετικά ψυχικά και στρατιωτικά προτερήματα που συνετέλεσαν και θα συντελούσαν ακόμη εις την λύσιν του ζητήματος Τεπελενίου». Και συνέχιζει: «Ο λόχος εθεώρησε ζήτημα τιμής τον τιμητικό ενταφιασμό του. Απέστειλε δύο στρατιώτας να τον παραλάβουν, ο είς εφονεύθη, ο άλλος ετραυματίσθη. Σημειωτέον ότι το μέρος εβάλλετο από τον εχθρόν και ο αγών ήτο ακόμη αμφίρροπος και ο λοχαγός παρέμεινε νεκρός και μόνος υπό τα διασταυρούμενα πυρά. Απεστάλησαν άλλοι δύο την άλλην ημέραν και πάλιν παρά τας προφυλάξεις ο είς ετραυματίσθη, ο δε δεύτερος είναι ο διηγούμενος υπολοχαγός. Τέλος τον εσύραμε προσεκτικά και την επομένην τον εκηδεύσαμε με τιμάς εις ένα ύψωμα, στην ερημιά (Ύψωμα Λεκτούς –Τεπελενίου, υψόμ. 1740)»(Πηγή:http://www.romios.bravehost.com/tautothta/georgios.html)