Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Τιμώντας την επέτειο του ΟΧΙ, παραλλάσσουμε τον τίτλο μιας αρκετά γνωστής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη και, εκμεταλλευόμενοι την μεστότητα του λόγου του, αποδίδουμε τα δέοντα σ’ έναν από τους ελάσσονες ποιητές του νησιού μας, ο οποίος πάνω απ’ όλα συνδέεται με το έπος που γιορτάζουμε.
Πρόκειται για τον εραστή του στίχου Σπύρο Γκούσκο, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Καταστάρι στις 16 Γενάρη του 1911 και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Αλβανία, με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού (να, γιατί ταιριάζει ο τίτλος του δημιουργού του «Άξιον Εστί») στις 8 του Γενάρη (και πάλι) του 1941.
Δεν είναι από τους γνωστούς δημιουργούς και, αν δεν υπήρχε ο φίλος του ο Ντίνος Κονόμος, ίσως να μην τον γνωρίζαμε εμείς σήμερα. Ίσως η θυσία του να ήταν μεγαλύτερη από την ποιητική προσφορά του και η βιωτή του πιο σημαντική από την δημιουργία του.
Η σύντομη ζωή του δεν μας παρέχει την πολυτέλεια των απαιτήσεων και η εποχή του δεν είναι στιγμή μεγαλοσύνης για τον τόπο μας, που με την δυτική φινέτσα του δίνει εξετάσεις εισαγωγής στην νέα, μίζερη Αθηναϊκή πρωτεύουσα. Παρ’ όλα αυτά είναι μια παρουσία αξιομνημόνευτη και καθαρό δείγμα της αισθητικής του καιρού του.
Ο ίδιος στην ηλικιακή και δημιουργική του νιότη (μια και δεν πρόλαβε πουθενά να γεράσει) δημοσίευσε στίχους του σε εφημερίδες κυρίως της Ζακύνθου. Η πολυτέλεια της έκδοσης βιβλίου ήταν για τους παραπάνω λόγους αδύνατη. Μετά το θάνατό του (ή πιο σωστά τη θυσία του) ο Ντίνος Κονόμος, σαν φόρο τιμής, δημοσίευσε στο αθηναϊκό περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, το οποίο κυκλοφόρησε στις 5 Μαρτίου 1941, ένα άρθρο του σχετικό με τον τζαντιώτη ποιητή, στο οποίο γνώρισε στο ευρύ κοινό και ανέκδοτα ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου.
Αργότερα, το 1944, ο ίδιος χαλκέντερος ιστοριοδίφης τύπωσε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο: «Σπύρου Γκούσκου (1911-1941) Εκλογή (από το ποιητικό του έργο). Φροντίδα: Ντίνου Κονόμου), Ζάκυνθος 1944». Σ’ αυτό περιλαμβανόταν τα πιο σημαντικά δημιουργήματα του κατασταριανού ευαίσθητου λάτρη του στίχου και με τον τρόπο αυτό έγιναν γνωστά στο αναγνωστικό και φιλόμουσο κοινό.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 160 μόνο αντίτυπα, μια και στις σκοτεινές εκείνες μέρες το χαρτί, όπως και όλα τ’ αγαθά, ήταν δυσεύρετο. Για το λόγο αυτό εξαντλήθηκε γρήγορα. Μα και σαν να μην έφθανε το ένα κακό, ακολούθησε και το άλλο. Τον Αύγουστο του 1953 ο σεισμός και η φωτιά αφάνισαν και ισοπέδωσαν. Έτσι τα ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου ξεχάστηκαν και πάλι και ο «οβολός της χήρας» κινδύνεψε να χαθεί για πάντα. Το άγρυπνο ενδιαφέρον, όμως, του τελευταίου εκπρόσωπου της ζακυνθινής ιστοριογραφίας επενέβη και πάλι και το βιβλίο ξανατυπώθηκε το 1990, πολεμώντας την φθορά του χρόνου και την κακοδαιμονία του τόπου.
Δεν είναι μέρα σήμερα για κριτική, ούτε αυτή είναι πάντα απαραίτητη. Ο ποιητής, όμως, Σπύρος Γκούσκος, επιζεί στην μνήμη των νεότερών του με το ποίημά του «Ιστορία μιας σερπαντίνας», που σαν ταυτότητα μιας εποχής, της εποχής του, διατηρήθηκε στη μνήμη πολλών και μεταδόθηκε στους επόμενους, καθώς και με μια μετάφραση του γνωστού τροπαρίου της μοναχής Κασσιανής («Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις…»), που κάθε που την διαβάζω ομολογώ πως είναι πολύ πιο συγκινητική και πιστή απ’ αυτήν του Παλαμά και ας μου συγχωρεθεί η ασέβεια.
Σήμερα ο Σπύρος Γκούσκος έχει ένα δρομάκι κάθετο στην Πλατεία Ρούγα, που οδηγεί προς το 2ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης μας, εφαπτόμενο του Ταχυδρομείου. Έτσι τον τιμά η γενέτειρά του. Εμείς ας του αποδώσουμε τα δέοντα με την ίδια του την δημιουργία. Ας τον θυμηθούμε γνωρίζοντας ένα ποίημά του, από τα πιο όμορφα, κατά την γνώμη μου, που έγραψε, όπως μας το διέσωσε στο βιβλίο του ο Ντίνος Κονόμος. Έχει τίτλο «Έκσταση» και γράφτηκε το 1938. Χαρείτε το:
Μη μιλάς! Σώπα κι άφησε τη σιωπή να πληθαίνει…
Πιο κοντά θα μας φέρουνε τα φτερά της σιωπής.
Τέτοιαν ώρα τ’ απόβραδο που τ’ αχνό φως παθαίνει
μη μιλάς… τι θα πεις;
Μη μιλάς! Άκου… σώπασε κι η Κλωθώ που τυλίγει
τη ζωή στην ανέμη της. Μια στιγμή διακοπής
- σπάνια τόσο που βρίσκεται – τη χαρά έχει τη λίγη –
μη μιλάς… τι θα πεις;
Μη μιλάς! Καθώς γύρω μας το σκοτάδι πληθαίνει
στα μαλλιά μου τα χέρια σου –δυο πηγές της στοργής–
φέρε, ως μάνα θα τάφερνε στ’ ορφανό που παθαίνει
κι ούτε λέξη μην πεις.
Ό,τι άλλο πούμε περιττεύει. Ας θυμηθούμε σήμερα τον Ποιητή. Το κείμενό μας αυτό ας γίνει ένα «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για το χαμό του!
(Πηγή:http://www.parathemata.com)/
Τιμώντας την επέτειο του ΟΧΙ, παραλλάσσουμε τον τίτλο μιας αρκετά γνωστής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη και, εκμεταλλευόμενοι την μεστότητα του λόγου του, αποδίδουμε τα δέοντα σ’ έναν από τους ελάσσονες ποιητές του νησιού μας, ο οποίος πάνω απ’ όλα συνδέεται με το έπος που γιορτάζουμε.
Πρόκειται για τον εραστή του στίχου Σπύρο Γκούσκο, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Καταστάρι στις 16 Γενάρη του 1911 και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Αλβανία, με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού (να, γιατί ταιριάζει ο τίτλος του δημιουργού του «Άξιον Εστί») στις 8 του Γενάρη (και πάλι) του 1941.
Δεν είναι από τους γνωστούς δημιουργούς και, αν δεν υπήρχε ο φίλος του ο Ντίνος Κονόμος, ίσως να μην τον γνωρίζαμε εμείς σήμερα. Ίσως η θυσία του να ήταν μεγαλύτερη από την ποιητική προσφορά του και η βιωτή του πιο σημαντική από την δημιουργία του.
Η σύντομη ζωή του δεν μας παρέχει την πολυτέλεια των απαιτήσεων και η εποχή του δεν είναι στιγμή μεγαλοσύνης για τον τόπο μας, που με την δυτική φινέτσα του δίνει εξετάσεις εισαγωγής στην νέα, μίζερη Αθηναϊκή πρωτεύουσα. Παρ’ όλα αυτά είναι μια παρουσία αξιομνημόνευτη και καθαρό δείγμα της αισθητικής του καιρού του.
Ο ίδιος στην ηλικιακή και δημιουργική του νιότη (μια και δεν πρόλαβε πουθενά να γεράσει) δημοσίευσε στίχους του σε εφημερίδες κυρίως της Ζακύνθου. Η πολυτέλεια της έκδοσης βιβλίου ήταν για τους παραπάνω λόγους αδύνατη. Μετά το θάνατό του (ή πιο σωστά τη θυσία του) ο Ντίνος Κονόμος, σαν φόρο τιμής, δημοσίευσε στο αθηναϊκό περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, το οποίο κυκλοφόρησε στις 5 Μαρτίου 1941, ένα άρθρο του σχετικό με τον τζαντιώτη ποιητή, στο οποίο γνώρισε στο ευρύ κοινό και ανέκδοτα ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου.
Αργότερα, το 1944, ο ίδιος χαλκέντερος ιστοριοδίφης τύπωσε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο: «Σπύρου Γκούσκου (1911-1941) Εκλογή (από το ποιητικό του έργο). Φροντίδα: Ντίνου Κονόμου), Ζάκυνθος 1944». Σ’ αυτό περιλαμβανόταν τα πιο σημαντικά δημιουργήματα του κατασταριανού ευαίσθητου λάτρη του στίχου και με τον τρόπο αυτό έγιναν γνωστά στο αναγνωστικό και φιλόμουσο κοινό.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 160 μόνο αντίτυπα, μια και στις σκοτεινές εκείνες μέρες το χαρτί, όπως και όλα τ’ αγαθά, ήταν δυσεύρετο. Για το λόγο αυτό εξαντλήθηκε γρήγορα. Μα και σαν να μην έφθανε το ένα κακό, ακολούθησε και το άλλο. Τον Αύγουστο του 1953 ο σεισμός και η φωτιά αφάνισαν και ισοπέδωσαν. Έτσι τα ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου ξεχάστηκαν και πάλι και ο «οβολός της χήρας» κινδύνεψε να χαθεί για πάντα. Το άγρυπνο ενδιαφέρον, όμως, του τελευταίου εκπρόσωπου της ζακυνθινής ιστοριογραφίας επενέβη και πάλι και το βιβλίο ξανατυπώθηκε το 1990, πολεμώντας την φθορά του χρόνου και την κακοδαιμονία του τόπου.
Δεν είναι μέρα σήμερα για κριτική, ούτε αυτή είναι πάντα απαραίτητη. Ο ποιητής, όμως, Σπύρος Γκούσκος, επιζεί στην μνήμη των νεότερών του με το ποίημά του «Ιστορία μιας σερπαντίνας», που σαν ταυτότητα μιας εποχής, της εποχής του, διατηρήθηκε στη μνήμη πολλών και μεταδόθηκε στους επόμενους, καθώς και με μια μετάφραση του γνωστού τροπαρίου της μοναχής Κασσιανής («Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις…»), που κάθε που την διαβάζω ομολογώ πως είναι πολύ πιο συγκινητική και πιστή απ’ αυτήν του Παλαμά και ας μου συγχωρεθεί η ασέβεια.
Σήμερα ο Σπύρος Γκούσκος έχει ένα δρομάκι κάθετο στην Πλατεία Ρούγα, που οδηγεί προς το 2ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης μας, εφαπτόμενο του Ταχυδρομείου. Έτσι τον τιμά η γενέτειρά του. Εμείς ας του αποδώσουμε τα δέοντα με την ίδια του την δημιουργία. Ας τον θυμηθούμε γνωρίζοντας ένα ποίημά του, από τα πιο όμορφα, κατά την γνώμη μου, που έγραψε, όπως μας το διέσωσε στο βιβλίο του ο Ντίνος Κονόμος. Έχει τίτλο «Έκσταση» και γράφτηκε το 1938. Χαρείτε το:
Μη μιλάς! Σώπα κι άφησε τη σιωπή να πληθαίνει…
Πιο κοντά θα μας φέρουνε τα φτερά της σιωπής.
Τέτοιαν ώρα τ’ απόβραδο που τ’ αχνό φως παθαίνει
μη μιλάς… τι θα πεις;
Μη μιλάς! Άκου… σώπασε κι η Κλωθώ που τυλίγει
τη ζωή στην ανέμη της. Μια στιγμή διακοπής
- σπάνια τόσο που βρίσκεται – τη χαρά έχει τη λίγη –
μη μιλάς… τι θα πεις;
Μη μιλάς! Καθώς γύρω μας το σκοτάδι πληθαίνει
στα μαλλιά μου τα χέρια σου –δυο πηγές της στοργής–
φέρε, ως μάνα θα τάφερνε στ’ ορφανό που παθαίνει
κι ούτε λέξη μην πεις.
Ό,τι άλλο πούμε περιττεύει. Ας θυμηθούμε σήμερα τον Ποιητή. Το κείμενό μας αυτό ας γίνει ένα «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για το χαμό του!
(Πηγή:http://www.parathemata.com)/