Χατζόπουλος Κωνσταντίνος
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1868 κι ήταν το πρώτο από τα 5 παιδιά μιας φτωχής οικογένειας, είχεν όμως τη τύχη να υιοθετηθεί από ζεύγος πλουσιών γαιοκτημόνων, των αδελφών Σωτήρη & Ελένης Στάικου, πράμα που ίσως τελικά ν' αποτέλεσε και το μέρος της ατυχίας του, γιατί διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του προς τον ευερέθιστο εγωισμό και τη νοσηρή απομόνωση, όσο κι αν αυτό επίσης του εξασφάλισεν άνετους βιοτικούς όρους κι άφθονες αφορμές ψυχικών μεταπτώσεων.
Φοίτησε στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου, περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές σε σχετικά μικρή ηλικία και γράφτηκε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1888. Υπηρέτησε τη θητεία του στη Στρατιωτική Σχολή της Κέρκυρας κι ύστερα, το 1891 άνοιξε δικηγορικό γραφείο στη πατρίδα του, στο Αγρίνιο. Ωστόσο, κύριες ασχολίες του ήταν η μελέτη, η ποίηση και τα συχνά ταξίδια στην Αθήνα. Κληρονομώντας τη μεγάλη περιουσία των Στάικων, απέκτησεν οικονομικήν ευχέρεια κι έτσι παράτησε οριστικά τη δικηγορία κι αφοσιώθηκε στη τέχνη. Οι διαμονές του στην Αθήνα γίνανε διαρκέστερες, οι γνωριμίες του με φιλολογικούς κύκλους που 'χαν αρχίσει από τα φοιτητικά του χρόνια, γίναν αποκλειστικότερες κι η οριστική του κλίση προς τη ποίηση πιο επιτακτική από ποτέ.
Το 1897 έλαβε μέρος στον ατυχή πολέμο, ως έφεδρος αξιωματικός. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε το περιοδικό ΤΕΧΝΗ που αν και δεν έζησε πιότερο από έτος, άσκησεν ωστόσο μιαν ευεργετικήν επίδραση στην εξέλιξη του ποιητικού λόγου και μπορεί να θεωρηθεί σταθμός στη πορεία της καθαρής λυρικής ποίησης. Ακούγοντας τον φίλο του Γιάννη Καμπύση, ταξιδεύει στη Γερμανία, το 1900, όπου έζησε και σπούδασε στη Δρέσδη, το Μόναχο και τη Λειψία, τελειοποιώντας τη γλώσσα κι εντρυφώντας με πάθος στη βορεινή φιλολογία και ποίηση.
Εκεί γνώρισε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάνυ Χάργκμαν και συνδέθηκε μαζί της με βαθύ αίσθημα. Πήγε μαζί της στη πατρίδα της κι μετά κατέβηκανε κι οι δυο τους στην Ελλάδα. Παντρευτήκανε στο Αγρίνιο στις 14 Μάη 1901 κι εγκατασταθήκανε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις κλασσικών. Ευερέθιστος, ανικανοποίητος και βαθύτατα δυστυχής πάντοτε, μπόρεσε να βρει συμπαράσταση στη γυναίκα του, γαλήνη και κατανόηση. Αλλά η Ελληνική πραγματικότητα τονε κούρασε κι αποφάσισε να ξαναφύγει στη Γερμανία. Ενθουσιάστηκε με τη πρόοδο των σοσιαλιστικών ιδεών, στις οποίες στράφηκε με πάθος, προπαγανδίζοντας τη διάδοσή τους και στην Ελλάδα κι είν' αυτός που μετάφρασε στη γλώσσα μας το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" του Μαρξ, δημοσιευμένο στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ. Από το Μόναχο και το Βερολίνο έστειλεν αρκετές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ και με συχνά γράμματα στους λογίους φίλους του, προσπάθησε να τους μυήσει στο σοσιαλισμό.
Το 1911 ίδρυσε στη Γερμανία, με συμμετοχή των εκεί βρισκομένων Ελλήνων σπουδαστών, το Αδερφάτο Της Δημοτικής. Την ίδια χρονιά κατέβηκε για μερικούς μήνες στη πατρίδα για λουτροθεραπεία. Το 1914 ξανάρθε στην Αθήνα κι έμεινε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το 1917 έγινε Διευθυντής Λογοκρισίας, πράμα που πολλοί του το καταλόγισαν εις βάρος του. Ψυχράνθηκε με τον Λ. Πορφύρα, τον Α. Καρκαβίτσα, τον Ταγκόπουλο κι άλλους.
Το 1920 σκοπεύει να εκποιήσει τη περιουσία του και να μείνει οριστικά ήσυχος στην Αθήνα. Με τη γυναίκα και τη κόρη του, επιχειρεί ένα τελευταίο ταξίδι στη Γερμανία, που 'χει αφήσει τα έπιπλά του, αλλά στο πλοίο, έξω από τη Κέρκυρα, παθαίνει μιαν οδυνηρή κρίση και πεθαίνει, στις 20 Ιουλίου, σ' ηλικία 52 ετών. Τονε θάψανε στο Κοιμητήρι του Πρίντεζι.
Μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του έγραψε 2τομο βιβλίο αναμνήσεων, όπου κλείνονται πολλά στοιχεία ερμηνείας της κλειστής και πολυδαίδαλης ποιητικής του προσωπικότητας. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1956, γίνανε στο Αγρίνιο τ' αποκαλυπτήρια της προτομής του.
Φοίτησε στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου, περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές σε σχετικά μικρή ηλικία και γράφτηκε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1888. Υπηρέτησε τη θητεία του στη Στρατιωτική Σχολή της Κέρκυρας κι ύστερα, το 1891 άνοιξε δικηγορικό γραφείο στη πατρίδα του, στο Αγρίνιο. Ωστόσο, κύριες ασχολίες του ήταν η μελέτη, η ποίηση και τα συχνά ταξίδια στην Αθήνα. Κληρονομώντας τη μεγάλη περιουσία των Στάικων, απέκτησεν οικονομικήν ευχέρεια κι έτσι παράτησε οριστικά τη δικηγορία κι αφοσιώθηκε στη τέχνη. Οι διαμονές του στην Αθήνα γίνανε διαρκέστερες, οι γνωριμίες του με φιλολογικούς κύκλους που 'χαν αρχίσει από τα φοιτητικά του χρόνια, γίναν αποκλειστικότερες κι η οριστική του κλίση προς τη ποίηση πιο επιτακτική από ποτέ.
Το 1897 έλαβε μέρος στον ατυχή πολέμο, ως έφεδρος αξιωματικός. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε το περιοδικό ΤΕΧΝΗ που αν και δεν έζησε πιότερο από έτος, άσκησεν ωστόσο μιαν ευεργετικήν επίδραση στην εξέλιξη του ποιητικού λόγου και μπορεί να θεωρηθεί σταθμός στη πορεία της καθαρής λυρικής ποίησης. Ακούγοντας τον φίλο του Γιάννη Καμπύση, ταξιδεύει στη Γερμανία, το 1900, όπου έζησε και σπούδασε στη Δρέσδη, το Μόναχο και τη Λειψία, τελειοποιώντας τη γλώσσα κι εντρυφώντας με πάθος στη βορεινή φιλολογία και ποίηση.
Εκεί γνώρισε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάνυ Χάργκμαν και συνδέθηκε μαζί της με βαθύ αίσθημα. Πήγε μαζί της στη πατρίδα της κι μετά κατέβηκανε κι οι δυο τους στην Ελλάδα. Παντρευτήκανε στο Αγρίνιο στις 14 Μάη 1901 κι εγκατασταθήκανε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις κλασσικών. Ευερέθιστος, ανικανοποίητος και βαθύτατα δυστυχής πάντοτε, μπόρεσε να βρει συμπαράσταση στη γυναίκα του, γαλήνη και κατανόηση. Αλλά η Ελληνική πραγματικότητα τονε κούρασε κι αποφάσισε να ξαναφύγει στη Γερμανία. Ενθουσιάστηκε με τη πρόοδο των σοσιαλιστικών ιδεών, στις οποίες στράφηκε με πάθος, προπαγανδίζοντας τη διάδοσή τους και στην Ελλάδα κι είν' αυτός που μετάφρασε στη γλώσσα μας το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" του Μαρξ, δημοσιευμένο στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ. Από το Μόναχο και το Βερολίνο έστειλεν αρκετές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ και με συχνά γράμματα στους λογίους φίλους του, προσπάθησε να τους μυήσει στο σοσιαλισμό.
Το 1911 ίδρυσε στη Γερμανία, με συμμετοχή των εκεί βρισκομένων Ελλήνων σπουδαστών, το Αδερφάτο Της Δημοτικής. Την ίδια χρονιά κατέβηκε για μερικούς μήνες στη πατρίδα για λουτροθεραπεία. Το 1914 ξανάρθε στην Αθήνα κι έμεινε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το 1917 έγινε Διευθυντής Λογοκρισίας, πράμα που πολλοί του το καταλόγισαν εις βάρος του. Ψυχράνθηκε με τον Λ. Πορφύρα, τον Α. Καρκαβίτσα, τον Ταγκόπουλο κι άλλους.
Το 1920 σκοπεύει να εκποιήσει τη περιουσία του και να μείνει οριστικά ήσυχος στην Αθήνα. Με τη γυναίκα και τη κόρη του, επιχειρεί ένα τελευταίο ταξίδι στη Γερμανία, που 'χει αφήσει τα έπιπλά του, αλλά στο πλοίο, έξω από τη Κέρκυρα, παθαίνει μιαν οδυνηρή κρίση και πεθαίνει, στις 20 Ιουλίου, σ' ηλικία 52 ετών. Τονε θάψανε στο Κοιμητήρι του Πρίντεζι.
Μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του έγραψε 2τομο βιβλίο αναμνήσεων, όπου κλείνονται πολλά στοιχεία ερμηνείας της κλειστής και πολυδαίδαλης ποιητικής του προσωπικότητας. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1956, γίνανε στο Αγρίνιο τ' αποκαλυπτήρια της προτομής του.
(Πηγή:http://peri-grafis.com/ergo.php?id=378)