Ο Ανδρέας Γαλανός, τιμά τη μνήμη του Πατέρα του Παύλου Γαλανού, Εφέδρου Αξιωματικού καταγράφοντας την προσωπική του πορεία, ο οποίος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1914 στην Αργυρούπολη της Τραπεζούντας, στον Ελληνικό Πόντο και έφυγε για να συναντήσει τους συμπολεμιστές και τα παλικάρια του στις 8 Δεκεμβρίου 1999.
Θύμα της Τούρκικης Γενοκτονίας ο πατέρας του Ανδρέας , εξοντώθηκε στα περιβόητα «Τάγματα Εργασίας», ενώ με τη μητέρα του και τον αδερφό του εξαναγκάστηκε σε εξορία στη Νοβοροσίσκ της Ρωσίας ήδη από το 1915.
Μετά από νέους διωγμούς κατά των Ελλήνων εκεί από το νέο καθεστώς και αφού είχε χάσει την μητέρα του από τύφο, φτάνουν με τον αδερφό του το 1920 στον Πειραιά όπου και χάνονται μεταξύ τους.
Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο των ορφανών προσφυγόπουλων που έφταναν ασυνόδευτα στην Μητέρα Ελλάδα.
Ανάδοχες οικογένειες – χωρίς επίσημες διατυπώσεις – αναλάμβαναν αυτά τα έρμαια του Πολέμου ήδη από τη σκάλα του καραβιού που τα έφερνε. Ο Παύλος έμεινε για λίγα χρόνια με μια φτωχή , πολυμελή οικογένεια , μην αντέχοντας όμως την αίσθηση ότι αποτελεί βάρος, έφυγε και ζούσε στο δρόμο κάνοντας δουλειές του ποδαριού.
Η Μικρασιατική καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί και βρέθηκε να μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο στα πρώην Βασιλικά Κτήματα του Τατοϊου.
Σπούδασε με τα έξοδα ενός κληροδοτήματος «Υπέρ των Ορφανών Παίδων» και μάλιστα αποφοίτησε από την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Λαρίσης , ενώ από το 1938 εργάζεται ως Γεωπόνος στο Πρότυπο Φυτώριο Σάμου όπου φάνηκε ότι θα έβρισκε καταφύγιο, μετά από μια κατατρεγμένη και στερημένη παιδική ηλικία.
Όμως το πεπρωμένο μίας εξίσου βασανισμένης Πατρίδας – ίδιο με το δικό του- έμελε να είναι αλλιώτικο ίσως ακόμα πιο βασανισμένο και αιματηρό.
Άλλωστε με αυτής της Πατρίδας τη Μοίρα είμαστε με έναν άρρηκτο δεσμό δεμένοι αναπόσπαστα.
Εκτός του ότι οφείλω θερμές ευχαριστίες στον Ανδρέα Γαλανό επειδή μοιράστηκε αυτές τις προσωπικές αναμνήσεις, θεωρώ ότι με αυτό τον τρόπο πριοστίθεται μια ακόμα ψηφίδα στο μωσαϊκό της σύγχρονης Ιστορίας της Ελλάδας, ιδιαίτερα στην ταραγμένη περίοδο 1940-1950.
Ακολουθεί το πρώτο μέρος της μαρτυρίας, το οποίο καλύπτει την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, τη Συνθηκολόγηση, τη διαφυγή στη Μέση Ανατολή και την επιστροφή στην Ελλάδα, λίγο πριν ξεσπάσει ο καταστρεπτικός Εμφύλιος.
Ανήκοντας στη στρατολογική κλάση 1935 παρουσιάζεται στη δύναμη Σχολής Δοκίμων Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας το 1936 από όπου και εξέρχεται την ίδια χρονιά ως Δόκιμος έφεδρος Ανθυπολοχαγός και στη διάθεση του 39ου Συντάγματος Ευζώνων Μεσολογγίου.
Τον Οκτώβριο του 1936 ονομάζεται Ανθ/γός Πεζικού. Στις 20 Αυγούστου 1939 επιστρατεύεται από το 33ο Σύνταγμα Πεζικού Φλώρινας, κάτω από τη σημαία του οποίου έμελλε να λάβει μέρος στις συγκρούσεις του Αλβανικού έπους.
Τα «ΣΙΔΗΡΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ» ( 28Ο , 33Ο & 90Ο ) της Φλώρινας, όπως επονομάστηκαν εξαιτίας της δράσης και των απωλειών τους στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, αποτελούνταν κύρια από Πόντιους πρόσφυγες που είχαν βρει μια νέα Πατρίδα μετά τον ξεριζωμό τους, στη Δυτική Μακεδονία.
α χρόνια όμως της επανάληψης του ματοκυλίσματος για τον Ελληνισμό φαίνεται πως είχαν ξανάρθει. Μετά και τον τορπιλισμό της «Έλλης» στις 15 Αυγούστου του 1940 , η κινητοποίηση του Ελληνικού Στρατού για την επικείμενη σύγκρουση ξεκίνησε.
Ο Παύλος «προ-επιστρατεύεται» (σύμφωνα με την ορολογία της εποχής) στις 20 Αυγούστου από το 33ο ΣΠ για να τον βρει η κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου στην πρώτη γραμμή του πυρός , ως διμοιρίτη του 1ου Λόχου Τυφεκιοφόρων του ΙΙΙου Τάγματος.
Σε αντίθεση με τον αμυντικό αγώνα που διεξήγαγε ο ΕΣ στο μέτωπο της Ηπείρου, στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών και την συνοριογραμμή με την Αλβανία όπου και ήταν οι χώροι διασποράς των Συνταγμάτων της Φλώρινας, τα τελευταία ξεκίνησαν επιθετικό αγώνα.
Ήδη οι μονάδες είχαν ταχθεί σε θέσεις εξόρμησης και με το ξημέρωμα της 28ης ανέλαβαν επιθετικές ενέργειες εισβάλοντας στην Αλβανία μέσα από δύσκολα ορεινά περάσματα, σε μια γενική κατεύθυνση με άξονα την διάβαση της Κρυσταλλοπηγής, κάτω από τις πρώτες χιονοθύελλες του χειμώνα που ερχόταν.
Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν άτακτα σε μεγάλο βάθος. Ο στόχος ήταν η Κορυτσά και οι Έλληνες τώρα προέλαυναν και από τα βουνά που δεσπόζουν των Πρεσπών.
Το 33Ο συναντά όλο και μεγαλύτερη αντίσταση, με τις πρώτες απώλειες να καταγράφονται και τον Ιταλικό Στρατό να προβάλλει την πρώτη αξιόλογη αντίσταση στα υψώματα γύρω από τον συγκοινωνιακό κόμβο του χωριού Bitnick , όπου είχαν φτιαχτεί και ημιμόνιμα έργα εκστρατείας και πολυβολεία.
Αντικειμενικός Σκοπός του ΙΙΙου Τάγματος ήταν να ανέλθει στο ύψωμα 1165 που αποτελεί κλειδί της άμυνας του χωριού. Η επίθεση ξεκινά στις 6 το πρωί της 4ης Νοεμβρίου πάλι με άσχημες καιρικές συνθήκες και λυσσαλέα αντίσταση.
Ο Ιος Λόχος που διοικεί ο Παύλος Γαλανός ανέρχεται πρώτος επί του υψώματος και αρχίζει την καταδίωξη των πανικόβλητων Ιταλικών τμημάτων, που καταφεύγουν στο χωριό όπου διεξάγονται και οδομαχίες….
«επιδειξάμενος θάρρος και ψυχραιμίαν, τραυματισθείς δίς την 4.11.1940 ότε ανήλθον πρώτος μετά των ανδρών του επί του ΑΝΣΚ»
γράφει ο Διοικητής του στην έκθεση πολεμικής του δράσης. Ο τραυματισμός του βαρύς από θραύσματα επιθετικής χειροβομβίδας που οι Ιταλοί υποχωρούντες και στον πανικό τους πέταξαν αντί αμυντικής που είναι ισχυρότερη και που ίσως να είχε προκαλέσει τα χειρότερα.
Ορεινό χειρουργείο και «’Άγιος Σάββας» στην Αθήνα. Αλλεπάλληλες επεμβάσεις για την αφαίρεση των θραυσμάτων, που μερικά έφερε έκτοτε για πάντα στο σώμα του. Λαμβάνει 3μηνη αναρρωτική άδεια, αλλά με δικιά του ευθύνη επιστρέφει αρχές του 1941 στη μονάδα του.
Τα Συντάγματα της Φλώρινας μάχονται πια σχεδόν δίπλα – δίπλα σε κοινές επιχειρήσεις επιθέσεων , άμυνας και αντεπιθέσεων σε ένα σχετικά σταθερό μέτωπο , κάτω από ένα βαρύ χειμώνα: Μπρέγκου Ραπίτ , Μπούμπεσι, Χάνι Μπούμπεσι , Χάνι Μπαλαμπάνι.
Τα ονόματα θα γίνουν πολύ γνωστά αργότερα, οι Ιταλοί πια έχουν επιλέξει αυτή την περιοχή ως το πεδίο της τελικής σύγκρουσης για την μεγάλη τους Εαρινή επίθεση τον Μάρτιο.
Για δύο μήνες ο Παύλος Γαλανός λαμβάνει μέρος σε αυτές τις μάχες η σφοδρότητα των οποίων αυξάνει όσο πλησιάζει η άνοιξη.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1941 τραυματίζεται εκ νέου στην τοποθεσία Μπούμπεσι από σφοδρότατο βομβαρδισμό πυροβολικού που επιφέρει βαρύτατες απώλειες στο Τάγμα του: 1 αξιωματικός νεκρός, 10 οπλίτες. 3 αξιωματικοί τραυματίες , 123 οπλίτες.
Το Μπούμπεσι θα γραφεί με χρυσά γράμματα στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη για τη θυσία του Ελληνικού Στρατού τότε. Το 33ο ΣΠ είχε 300 πεσόντες στο Αλβανικό Έπος.
Ο νέος του τραυματισμός, ακόμα βαρύτερος από θραύσμα οβίδας του πυροβολικού. Θα λάβει εξιτήριο από τον « Ερυθρό Σταυρό» στις 10 Μαΐου του 1941 όταν πια οι Γερμανοί έχουν καταλάβει την ηπειρωτική Ελλάδα και το αίμα των Ελλήνων νεκρών και τραυματιών είναι ακόμα νωπό στα Αλβανικά χώματα. « 22 Μαΐου 1941 λαμβάνει προσωρινόν απολυτήριο παρά του Στρατολογικού Γραφείου Αθηνών»
«Διά την ηρωϊκήν του μέχρι αυτοθυσίας απόδοσιν επί του πεδίου της μάχης εν τη ανασκήσει των καθηκόντων του είς τας επιχειρήσεις κατά τον πόλεμον 1940-41 εν ΑΛΒΑΝΙΑ, του απονέμονται το ΧΡΥΣΟΥΝ ΑΡΙΣΤΕΙΟΝ ΑΝΔΡΕΙΑΣ, ο Χρυσός Σταυρός Φοίνικος μετά Ξιφών, ο Αργυρός Σταυρός μετά Ξιφών, ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ Γ΄ΤΑΞΕΩΣ, & το αναμνηστικό Μετάλλιο Αλβανίας»
Επιστρέφει στη Σάμο και την προ του πολέμου θέση του, με τη συναίσθηση ότι έχει πράξει το καθήκον του προς την Πατρίδα με επάρκεια αλλά εκεί από μια ειρωνεία της τύχης συναντά μια δυσάρεστη κατάσταση:
Το νησί «ανήκει» πια στον Ιταλό κατακτητή.
Εδώ εργάζεται ως γεωπόνος, όμως η «φήμη» που τον συνοδεύει από την Αλβανία αποτελεί ένα πρώτης τάξης διαπιστευτήριο για τους εκδικητικούς Ιταλούς που τον θεωρούν εκ των προτέρων ύποπτο και έτσι γίνεται στην αρχή αντικείμενο παρακολούθησης, κατόπιν διώξεων, προπηλακισμών που έφταναν συχνά τις αναίτιες κρατήσεις και τους ξυλοδαρμούς.
Μην υποφέροντας την κατάσταση διαφεύγει τον Νοέμβριο του 1943 στην Μέση Ανατολή μετά από μία συμπλοκή με Μελανοχίτωνες, περνώντας στην απέναντι κοντινή Μικρασιατική ακτή με καΐκι και μετά από περιπετειώδες ταξίδι μέσω Τουρκίας , Συρίας και Λιβάνου φτάνει στην Αίγυπτο όπου και τον Ιανουάριο του 1944 κατατάσσεται στο Β.Ε.Σ.Μ.Α (Βασιλικό Εκστρατευτικό Σώμα Μέσης Ανατολής)
Ο Γερμανικός κίνδυνος είναι πλέον μακριά στη Μέση Ανατολή και ο Ελληνικός Στρατός προσπαθεί να ανασυνταχθεί και οργανωθεί για την απελευθέρωση της Πατρίδας.
Ο Παύλος Γαλανός παρακολουθεί Σχολεία και εκπαιδεύσεις που οργανώνονται από τους Βρετανούς σε όλη τη διάρκεια του 1944 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους προάγεται σε Υπολοχαγό.
Τον Ιανουάριο του 1945 επιστρέφει από την Αίγυπτο στην Ελλάδα και τίθεται στη διάθεση της ΙΙας Μεραρχίας και στο νεοσυσταθέν 507 Τάγμα Πεζικού της 22ης Ταξιαρχίας, που αποτελείτο από εμπειροπόλεμα στελέχη που είχαν πολεμήσει στη Μέση Ανατολή.
Η μοίρα της Πατρίδας ήταν πια άμεσα συνυφασμένη με τη δικιά του και τα γεγονότα ραγδαία: δεν θα επιστρέψει πλέον ποτέ στην ειρηνική εργασία του γεωπόνου γιατί μία άλλη καταιγίδα ερχόταν , πολύ χειρότερη από αυτές που είχε ως τώρα αντιμετωπίσει.
(Πηγή: http://www.ww2wrecks.com/-Απο το Συνάδελφο Sotiri Kon-FB)