Η ιστορία της στρατιωτικής νοσηλευτικής ξεκινάει από τα τέλη του 19ου αιώνα και διανύει μια πορεία προσφοράς, άγνωστη στους περισσότερους, που κορυφώνετε κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Μετά το πέρας του πολέμου, η ανάγκη δημιουργίας σώματος αξιωματικών αδελφών νοσοκόμων προβάλλει επιτακτική και οδηγεί στην ίδρυση της «Σχολής Γυναικών Αδελφών Νοσοκόμων» το Φεβρουάριο του 1946.
Η Κλεοπάτρα Αβαγιανού, ανέλαβε τη διοίκηση της σχολής από το 1949 και θεωρείται η κυριότερη πρωτεργάτης στη στρατιωτική Νοσηλευτική στην Ελλάδα
Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1911 και πέθανε στην Αθήνα στις 9.10.1977. Φοίτησε στη Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κατά την περίοδο 1929-1933.
Κατά το χρονικό διάστημα 26.8.1946 έως 3.1.1947 μετεκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο και στη συνέχεια εργάστηκε σε πολιτικά νοσοκομεία, σε διάφορες υπηρεσίες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και σε Στρατιωτικά Νοσοκομεία. Επίσης, συμμετείχε ενεργά στο συντονισμό και την οργάνωση των Εθελοντριών Αδελφών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στη Μυτιλήνη, στη Λήμνο, στη Χίο και στην Κόρινθο.
Στις 5/4/1949 κλήθηκε με το βαθμό της Εφέδρου Ταγματάρχου, να αναλάβει καθήκοντα Διευθύνουσας της Στρατιωτικής Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων «Βασίλισσα Φρειδερίκη» (μετέπειτα Σχολή Αξιωματικών Αδελφών Νοσοκόμων και τώρα Σχολής Αξιωματικών Νοσηλευτικής). Το 1954 μονιμοποιήθηκε με το βαθμό της Αντισυνταγματάρχου και ανέλαβε επιπλέον καθήκοντα Γενικής Διευθύνουσας του Σώματος Αξιωματικών Αδελφών Νοσοκόμων, σύμφωνα με το ΝΔ 2976/1954. Αποστρατεύτηκε στις 29.7.1969 με το βαθμό της Αντισυνταγματάρχου.
Η Κλεοπάτρα Αβαγιανού διακρίθηκε ιδιαίτερα για τη συνέπεια και την αφοσίωσή της στα ιδανικά της Στρατιωτικής Νοσηλευτικής, κυριότερη πρωτεργάτης στη στρατιωτική Νοσηλευτική στην Ελλάδα, τη φροντίδα για τον πάσχοντα και την αγάπη για την πατρίδα. Το όνομά της είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Στρατιωτικής Νοσηλευτικής.
Η προσπάθεια περιγραφής του έργου και της προσωπικότητας της Κλεοπάτρας Αβαγιανού, δεν μπορεί παρά να ξεκινάει με μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Νοσηλευτικής, έτσι ώστε να μπορεί να τοποθετηθεί η παρουσία της στο κατάλληλο ιστορικό πλαίσιο και να γίνει κατανοητή η συνεισφορά της στη διαμόρφωση του σημερινού επιπέδου της Στρατιωτικής Νοσηλευτικής στην Ελλάδα.
Η ιστορία της νοσηλευτικής, εξελίχθηκε στο χρόνο παράλληλα με την ιστορία της ιατρικής. Από το 1270 π.Χ. που εμφανίζεται ο Ασκληπιός και θεοποιούνται οι ιατρικές του γνώσεις, εμφανίζεται δίπλα του και η σύζυγός του Ηπιόνη ως παρηγορήτρια και ανακουφίστρια. Στην Ιλιάδα, οι γυναίκες της Τροίας περιγράφονται από τον Όμηρο να αναλαμβάνουν νοσηλευτικά καθήκοντα. Ο Ιπποκράτης δίδασκε εκτός από την Ιατρική και τη νοσηλευτική τέχνη και οι Ιέρειες των Ασκληπιείων εξασκούσαν νοσηλευτικά καθήκοντα. Κατά τη Ρωμα"ίκή περίοδο, νοσηλεία στους τραυματίες πολέμου, προσέφεραν οι Πατρίκιες. Η Φοίβη, εμφανίζεται ως η πρώτη «Επισκέπτρια Αδελφή», ενώ η Φαβιόλα το 390 μ.χ. ίδρυσε το πρώτο Χριστιανικό Νοσοκομείο της Ρώμης που υπήρξε και το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο απόρων. Στη Βυζαντινή περίοδο, η νοσηλευτική λειτούργησε υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και αναφέρεται η ύπαρξη επαγγελματιών νοσοκόμων, ανδρών και γυναικών.
Μετά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας, στο Μεγάλο Αγώνα του Έθνους, πολλές Ελληνίδες προσέφεραν νοσηλευτική φροντίδα στους τραυματίες της περιόδου 1821 έως 1829. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Γάλλου γιατρού, ιστορικού και διπλωμάτη Pouqueνille, οι Σουλιώτισσες «χωρίς τη διδασκαλίας καμιάς Florence Nightingale, είχαν καταστεί γιάτραινες και περίφημoι νοσοκόμοι».
Με την εξέλιξη του Υγειονομικού Σώματος του Στρατού, με Διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου του 1861, δημιουργήθηκε το Σχολείο των ανδρών νοσοκόμων του Στρατού, σκοπός του οποίου ήταν «η μόρφωσις εμπείρων νοσοκόμων δυναμένων να χρησιμεύσωσι εν τε ειρήνη και εν πολέμω» . Όπως όμως αναφέρεται στο υπό έκδοση βιβλίο του Υπστγου Κωνσταντίνου Κυριακόπουλου «Ιστορία του Υγειονομικού του Ελληνικού Στρατού», η προσπάθεια αυτή υπήρξε ανεπιτυχής. Αυτό συνέβη γιατί παρ' όλο που το Διάταγμα καθόριζε απαραίτητες προϋποθέσεις για τουςυποψηφίους, τα στρατολογικά γραφεία δεν τις τήρησαν, με συνέπεια οι καταταγέντες τελικά, να χαρακτηρίζονται από έλλειψη ήθους και αντιλήψεως.
Το παραπάνω γεγονός έγινε ιδιαίτερα αντιληπτό κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, οπότε και αποδείχθηκε η ανεπάρκειά τους. Αντίθετα, σημαντικό έργο προσέφεραν αγγλίδες, ρωσίδες και ελληνίδες εθελόντριες Αδελφές Νοσοκόμοι, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονταν και γνωστά ονόματα από την τέχνη, τις επιστήμες και την πολιτική. Ως εκ τούτου στις 21 Μαρτίου του 1898, εκδόθηκε Βασιλικό Διάταγμα «περί προσλήψεως ΑδελφώνΝοσοκόμων», βάσει του οποίου «το Υπουργείον δύναται να διορίσει και νοσοκόμους γυναίκας ελληνίδας ή εκ της αλλοδαπής». Οι γυναίκες νοσοκόμοι τέθηκαν υπό τις διαταγές και την προστασία του Διευθυντή του νοσοκομείου, τρέφονταν και στεγάζονταν εντός του νοσοκομείου και αν κρίνουμε από το μηνιαίο τους εισόδημα, (50 έως 230 δραχμές), ήταν υψηλόμισθες.
Κατά τα επόμενα χρόνια, οι υπηρεσίες που προσέφεραν στα στρατιωτικά νοσοκομεία ήταν πολύτιμες. Η παράλληλη ανάπτυξη του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ), που ιδρύθηκε το 1877 και η δημιουργία το 1911 Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων από αυτόν, τροφοδότησε τον Ελληνικό Στρατό με Αδελφές Νοσοκόμους και πυροδότησε σταδιακά τη δημιουργία και άλλων σχολών στα Δημόσια Νοσοκομεία. Η συνολική προσφορά του ΕΕΣ στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, υπήρξε ανεκτίμητη. Ενδεικτικά αναφέρονται 2.836 Διπλωματούχες, Εθελόντριες και Βοηθοί Αδελφές Νοσοκόμοι του ΕΕΣ καθώς και 48 Διπλωματούχες άλλων σχολών, που επιστρατεύτηκαν το 1940. Μαζί με το μόνιμο νοσηλευτικό προσωπικό του Στρατού, πλαισίωσαν 58 Στρατιωτικά Νοσοκομεία, πολυάριθμους προκεχωρημένους υγειονομικούς σταθμούς, πλωτά νοσοκομεία, Σταθμούς πρώτων βοηθειών και παθητικής αεράμυνας και περιέθαλψαν περίπου 50.000 τραυματίες. Πολλές από αυτές έχασαν τη ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντος. Κορυφαία των παραπάνω, αναδείχθηκε η Αθηνά Μεσολωρά. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, πολλές Αδελφές Νοσοκόμοι ακολούθησαν τις Ένοπλες Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή όπου στελέχωσαν τα Στρατιωτικά νοσοκομεία που αναπτύχθηκαν εκεί.
Παρ' όλη την αυτοθυσία όλων των Αδελφών αυτών, το επίπεδο της νοσηλευτικής φροντίδας δεν ήταν το επιθυμητό και η ανάγκη επάνδρωσης των στρατιωτικών νοσοκομείων της μεταπολεμικής Ελλάδος με μόνιμες ειδικευμένες νοσηλεύτριες, ήταν επιτακτική. Η αναγκαιότητα αυτή, οδήγησε βάση του Αναγκαστικού Νόμου 915/46 και σύμφωνα με τα αγγλικά πρότυπα, στην ίδρυση του Σώματος Αδελφών Νοσοκόμωντου Στρατού Ξηράς στις 8 Φεβρουαρίου του 1946.
Για τη στελέχωση και την εδραίωση του σώματος, βάση του Νομοθετικού Διατάγματος της 8ης Οκτωβρίου του 1946, ιδρύθηκε η «Σχολή Γυναικών ΑδελφώνΝοσοκόμων Στρατού». Σκοπός της Σχολής ορίσθηκε «η εκπαίδευσις του αναγκαιούντος αριθμού ΑδελφώνΝοσοκόμων προς πλήρωσιν των χηρευουσών θέσεων του σώματος Αδελφών Νοσοκόμων του Στρατού και δια την υπηρεσίαν νοσηλείας εις τα Στρατιωτικά Νοσοκομεία». Οι πρώτες μαθήτριες εισήχθησαν στη Σχολή στις 14 Νοεμβρίου του 1946 και ο ζήλος και η αυταπάρνηση που επέδειξαν ήταν υποδειγματικά.
Σημαντική βοήθεια στην οργάνωση των πρώτων βημάτων για τη λειτουργία της Σχολής, προσέφερε ένα επιτελείο Αγγλίδων Αξιωματικών του Σώματος της Βασίλισσας Αλεξάνδρας, με επικεφαλής την Αντισυνταγματάρχη Hambly, οι οποίες υπηρετούσαν στην Αγγλική Στρατιωτική Αποστολή. Εκτός από αυτές κατετάγησαν στο Σώμα διπλωματούχες Αδελφές Νοσοκόμες του ΕΕΣ και του Ευαγγελισμού κατόπιν εξετάσεων και εφ' όσον πληρούσαν τα κριτήρια της καλής διαγωγής και υγείας. Επίσης, όφειλαν να είναι άγαμες ή χήρες χωρίς παιδιά και ηλικίας από 20 έως 30 ετών.
Οι πρώτες που προσχώρησαν στο Σώμα ήταν η Ειρήνη Σταυρίδου του Ευαγγελισμού και η Σωτηρία Χατζηφωτιάδου, Ζωή Πάγια και Αλεξάνδρα Ξωμεριτάκη του ΕΕΣ. Μετά την αποχώρηση των Αγγλίδων Αξιωματικών, οι παραπάνω νέες Ελληνίδες Αξιωματικοί μετατέθηκαν στα εκτός Αθηνών Στρατιωτικά Νοσοκομεία το 1949.
Έτσι, η Σχολή και το Σώμα είχαν απεγνωσμένα ανάγκη για τη Διευθύντρια που ουσιαστικά θα τα οργάνωνε. Για να καλυφθεί η θέση αυτή, επελέγη η Κλεοπάτρα Αβαγιανού που ανέλαβε τα καθήκοντα της Γενικής Διευθύνουσας Αδελφών Νοσοκόμων και της Διευθύνουσας της «Στρατιωτικής Σχολής Νοσοκόμων Βασίλισσα Φρειδερίκη» (όπως είχε μετονομαστεί η Σχολή), με το βαθμό της Εφέδρου Ταγματάρχου ΝΝ δια της υπ' αρίθμ. 162/49 ΕΔ ΥΕΘΆ. Ο αριθμός μητρώου της ήταν το 268.
Η επιλογή αυτή δεν υπήρξε τυχαία. Η Κλεοπάτρα Αβαγιανού είχε ως αυτή τη στιγμή αποκτήσει όλα τα απαραίτητα προσόντα για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της νέας αυτής θέσης. Ας δούμε όμως, εν συντομία τη διαδρομή που ακολούθησε μέχρι να προσεγγίσει αυτό το υψηλό επίπεδο επάρκειας.
Η Κλεοπάτρα Αβαγιανού, γεννήθηκε το 1911 στη Μυτιλήνη. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Μυτιλήνης και στη συνέχεια αναχώρησε για την Αθήνα. Εκεί, έλαβε γνώση της Αγγλικής γλώσσας και το 1929 εισήχθη στη Σχολή Νοσοκόμων του ΕΕΣ όπου φοίτησε ως το 1932. Με την κατοχή του πτυχίου της σχολής, εγγράφηκε στα νοσηλευτικά στελέχη του ΕΕΣ την 1 ηΙουλίου του 1932.
Αμέσως μετά, κατόπιν αιτήσεως της διοίκησης του νεο.ίδρυθέντος μαιευτηρίου «ΜΑΡΙΚΑ ΗΛΙΑΔΗ», αποσπάσθηκε σ' αυτό ως Προίσταμένη του Χειρουργείου, της Αίθουσας τοκετών και του Τμήματος των λεχωίδων.
Το 1936, επανήλθε στο νοσοκομείο του ΕΕΣ και ανέλαβε την υπηρεσία «Αδελφής οίκου - Βοηθού Διευθυνούσης», καθώς και την επίβλεψη των μαθητριών της Σχολής του ΕΕΣ στα γενικά χειρουργεία.
Η πρώτη τάξη της Σχολής το 1946 με το Βασιλιά Γεώργιο Β'.
Το 1938, με την έναρξη της εκπαίδευσης ειδικής τάξης υποτρόφων του Υπουργείου Υγιεινής, ανέλαβε την παρακολούθησή τους ως Προίσταμένη, ενώ παράλληλα διατήρησε τη θέση της Βοηθού Διευθυνούσης.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1939, αναχώρησε για την ιδιαίτερη πατρίδα της τη Μυτιλήνη, όπου ανέλαβε υπηρεσία στο εκεί τμήμα του ΕΕΣ, εκπαιδεύοντας νέες Εθελόντριες Αδελφές Νοσοκόμες.
Το 1940, με την έναρξη του Ελληνοίταλικού Πολέμου, επιστρατεύτηκε μαζί με άλλες Αδελφές Νοσοκόμες του ΕΕΣ και ανέλαβε καθήκοντα Διευθύνουσας Αδελφής στο 130 Νοσοκομείο (χώρος Πολυτεχνείου). Με την κατάληψη του Νοσοκομείου από τα Γερμανικά κατοχικά στρατεύματα το 1941, συνέχισε την υπηρεσία και την προσφορά της στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κρυοπαγημάτων το οποίο αποτελούσε παράρτημα του 30ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, το 1942, επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπηρέτησε στην Κοινωνική Πρόνοια, σε συνεργασία με την αποστολή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έως το 1945. Τη χρονιά αυτή ανέλαβε καθήκοντα Συμβούλου της Υγειονομικής Αποστολής UNRA του Ελληνικού Διαμερίσματος με κέντρο τη Λέσβο. Στη συνέχεια με τετράμηνη υποτροφία της UNRA, μετέβη για μετεκπαίδευση στοΛονδίνο σε θέματα Δημόσιας Υγιεινής και Διοίκησης.
Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων και την ευρεία αναδιοργάνωση που πραγματοποιήθηκε εκεί, διορίσθηκε Διευθύνουσα Αδελφή του κρατικού νοσοκομείου «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ» στη Ρόδο. Κατά τη διετία 1947 έως 1949 λοιπόν, οργάνωσε το νέο νοσοκομείο στα καινούργια εδάφη, θέτοντας γερές βάσεις για τη μετέπειτα λειτουργία του.
Η Διευθύνουσα του Τμήματος Νοσοκόμων του ΕΕΣ, η Αθηνά Μεσολωρά, υπογράφοντας το πιστοποιητικό της συνολικής της υπηρεσίας στον ΕΕΣ σημειώνει:
«Καθ' όλην την ως μαθητρίας επίδοσιν αυτής και την ως διπλωματούχου Αδελφής του ΕΕΣ υπηρεσίαν της, συμπληρώσεως εικοσαετίας, επέδειξε ανωτέραν αντίληψιν του καθήκοντος, ιδεολογικήν προσήλωσιν εις το έργον και αρίστην απόδοσιν. Την χαρακτηρίζει λεπτότης συμπεριφοράς, προοδευτική αντίληψις και πειθαρχική συνεργασία».
Η Κλεοπάτρα Αβαγιανού κατά την υπηρεσία της στον ΕΕΣ συμμετείχε ενεργά στο συντονισμό και στην οργάνωση Εθελοντριών Αδελφών στη Λέσβο, στη Χίο, στη Λήμνο και στην Κόρινθο. Συνέβαλε έτσι στην ενίσχυση του δυναμικού του ΕΕΣ ώστε να μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα στο δοκιμαζόμενο Ελληνικό Έθνος. Επιπλέον, απέκτησε πολύτιμες γνώσειςκαι εμπειρίες σχετικά με την εκπαίδευση, τη διοίκηση νοσηλευτικών μονάδων καθώς επίσης και σχετικά με τη λειτουργία και την προσφορά της νοσηλευτικής σε εμπόλεμη περίοδο.
Όλα τα παραπάνω τη διαμόρφωσαν ως την πλέον κατάλληλη προσωπικότητα για να αναλάβει το ρόλο που της ανατέθηκε στη συνέχεια στον κλάδο της Στρατιωτικής Νοσηλευτικής, ο οποίος είχε αρχίσει να διαμορφώνεται πλέον ως Σώμα Αξιωματικών γυναικών ισότιμων με τους ομοιόβαθμους άνδρες Αξιωματικούς, γεγονός πρωτόγνωρο για τη μέχρι τότε Ελληνική πραγματικότητα.
Κατά τη διάρκεια της διεύθυνσής της το Σώμα των Αξιωματικών Νοσηλευτικής προσέφερε πολύ σημαντικό έργο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη συμμετοχή οκτώ Αξιωματικών στο εκστρατευτικό Σώμα της Ελλάδας στην Κορέα από το 1950 έως το 1955. Υπηρέτησαν σε προωθημένα χειρουργεία του μετώπου, με εξαιρετικά δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες. Υπήρξαν οι μόνες πλην των Αμερικανίδων, που κέρδισαν διακρίσεις και μετάλλια Τιμών από τους Συμμάχους.
Από την άλλη μεριά στη Σχολή, οργάνωσε τη λειτουργία της από το επίπεδο της καθημερινής διαβίωσης έως τα θέματα της Στρατιωτικής και επιστημονικής εκπαίδευσης των μαθητριών. Διαμόρφωσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Σχολής με κριτήρια το υψηλό επίπεδο επιστημονικών θεωρητικών γνώσεων αλλά και την επαρκή πρακτική εκπαίδευση. Γι' αυτότο λόγο φρόντισε η πρακτική της νοσηλευτικής να γίνεται σε μεγάλα Δημόσια Νοσοκομεία όλων των ειδικοτήτων και όχι μόνο στα Στρατιωτικά, όπου δεν υπήρχε μεγάλη ποικιλία περιστατικών.
Επιπλέον, φρόντισε να καλλιεργήσει στις μαθήτριες στρατιωτικό πνεύμα και αίσθημα πειθαρχίας. Έδωσε λοιπόν υπόσταση σε ένα νέο τύπο Αξιωματικού με διττή αποστολή, αφ' ενός την αλτρουιστική της νοσηλευτικής και αφ' ετέρου του καθήκοντος προς την πατρίδα και εξασφάλισε την ισορροπία ανάμεσα σ' αυτούς τους ρόλους. Η Διοίκησή της αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Σχολής, χωρίς τον οποίον η εξέλιξή της πιθανότατα, να μην ήταν τόσο θεαματική.
Επιπλέον πέτυχε τη θεσμοθέτηση της εξαμήνου φοίτησης των αποφοίτων της Σχολής στη Σχολή Εφαρμογής Υγειονομικού και την προαγωγή τους στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, Ανθυποσμηναγού ή Σημαιοφόρου μετά από εξάμηνη επιπλέον ευδόκιμη υπηρεσία. Επίσης, το 1954 επιτράπηκε ο γάμος στις Αξιωματικούς του σώματος.
Συνολικά η προσφορά της υπήρξε τεράστια. Εργάστηκε με πρωτόγνωρο ζήλο γι' αυτό και το όνομά της είναι άρρηκτα δεμένο όχι μόνο με την καθιέρωση των Αξιωματικών Νοσηλευτριών και της Σχολής, αλλά και με το θεσμό της Στρατιωτικής Νοσηλευτικής γενικότερα. Κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση και τη συνδρομή των ανωτέρων της στα εμπνευσμένα σχέδια της για το Σώμα και τη Σχολή, κινούμενη σε έναν χώρο παραδοσιακά ανδροκρατούμενο. Το 1954 με το Βασιλικό Διάταγμα της 6ης Οκτωβρίου, προήχθη στο βαθμό της Αντισυνταγματάρχου προσδίδοντας επιπλέον κύρος στο Σώμα.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη εκπαίδευσης ακόμη και των διοικητών, μετέβη τρεις φορές στο εξωτερικό για μετεκπαίδευση. Αρχικά στη Γερμανία το 1953 για δεκαπέντε μέρες και στη συνέχεια στις Η.Π.Α. το 1960 για 14 εβδομάδες και το1969 για ένα μήνα.
Το 1968, κατόπιν προτάσεως ηθικών αμοιβών και υπ' όψιν της υπ' αριθμόν 152/68 ΕΔ ΥΕΘΑ , της απονεμήθει ο «Ταξιάρχης Ευποιίας». Αιτιολογώντας την απονομή ο Διευθυντής Υγειονομικού (Υποστράτηγος Παναγιώτης Γιαννιμάρας), υπογράφει τα εξής:
« Καθ' όλον το διάστημα της εν τω Στρατώ υπηρεσίας της και εν τω κύκλω των αρμοδιοτήτων της, ηργάσθη αθορύβως με ζήλον, μεθοδικότηταν και ανωτέρα αντίληψιν, ανταποκριθείσσα πλήρως εις τας απαιτήσειςτης υπηρεσίας, προσενεγκούσα ούτω πολιτίμους υπηρεσίας εις την πατρίδαν».
Διθυραμβικά για τις ικανότητές της είναι τα σχόλια του Υποστρατήγου Ε. Μανουσάκη (πτυχιούχου της Σχολής της Λυών), Διευθυντή Υγειονομικού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο οποίος σημειώνει στο φύλλο ποιότητάς της (στις 3 Μαρτίου του 1953), ταπαρακάτω:
« Πρόκειται περί Αξιωματικού Αδελφής με υπερηφάνιαν και πίστην διά το έργον της και το μέλλον της Σχολής. Έχει πνοήν ενθουσιασμού, ικανότητας δι' ενεργείας πολύ σπανίας. Έχει επίσης ανώτερα προσόντα θάρρους, αποφασιστικότητος και αποσπάσεως της συμπάθειας και του ενδιαφέροντος και των υψηλοτέρων ακόμη προσωπικοτήτων. Κάνει χρήσην του φοβερού τούτου όπλου διά το καλόν και την πρόοδον της Σχολής και της υπηρεσίας. Τα πνευματικά της προσόντα της δίδουν θέση με κύρος. Η διοικητική της μέθοδος είναι απολύτως ικανοποιητική και επιδεκτική επιτυχών συμπληρώσεων. Σημειώνω ότι πρώτην φοράν οργάνωσεν ο Στρατός Σχολή Αξιωματικών Αδελφών Νοσοκόμων και δεν υπήρξεν προηγούμενη πείρα στη διοίκηση τέτοιας σχολής. Η διοίκηση ήτο επί των ημερών μου, χάρη εις τα άνω προσόντα της διευθύντριας, λίαν επιτυχής. Ασφαλώς, η Γενική Διευθύνουσα Αβαγιανού Κλεοπάτρα, αποτελεί εύρημα δια μίαν τοιαύτην σχολήν. Εάν καλλιεργηθεί ολίγον το πνεύμα αγάπης και ο τρόπος ιδίως εκδηλώσεώς της προς τας μαθητρίας, η Γενική Διευθύνουσα θα αποβεί ο ιδεώδης τύπος διευθύντριας».
Πράγματι, η Κλεοπάτρα Αβαγιανού υπήρξε αυστηρή με τις μαθήτριες και τις αξιωματικούς του Σώματος. Απαιτούσε πλήρη αφοσίωση στα καθήκοντά τους, αυταπάρνηση και απόλυτη πειθαρχία. Η αυταρέσκεια, η γυναικεία ματαιοδοξία και η ανυπακοή, αποτελούσαν γι' αυτήν λόγους επιβολής τιμωριών. Όμως, τα ιστορικά γεγονότα και η ζωή των ανθρώπων δεν πρέπει να ερμηνεύονται με τα σημερινά δεδομένα, αλλά βάση των συνθηκών που επικρατούσαν. Εκείνη τη χρονική περίοδο, οι νέες γυναίκες αξιωματικοί, όφειλαν να κερδίσουν το σεβασμό των υπολοίπων συναδέλφων ή μη. Έπρεπε να αποδείξουν την τιμιότητά τους καθώς και την ικανότητά τους να προσφέρουν ουσιαστικά στο Στράτευμα, γι' αυτό και οι αυστηροί κανόνες ήταν αναγκαίοι.
Έπειτα από 20 χρόνια υπηρεσίας και προσφοράς στο Στράτευμα, αποστρατεύτηκε στις 31 Ιουλίου του 1969 με το βαθμό της Αντισυνταγματάρχου δυνάμει της 87/69 ΕΔ ΥΕΘΑ. Η ιστορική της παρουσία θα αποτελεί για όλους μας φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση. Απεβίωσε στις 9 Οκτωβρίου του 1977 αφήνοντας στέρεες βάσεις για να πατήσουν οι νεότεροι και να πραγματοποιήσουν το οράματα του Σώματος των Αξιωματικών Νοσηλευτών.