Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, αρχικά ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός του πυροβολικού, και στη συνέχεια, αποφοιτώντας της σχετικής Σχολής, Έφεδρος Υπολοχαγός Πυροβολικού, όταν και στο τέλος, (1914), παρασημοφορήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος και με άλλα αναμνηστικά μετάλλια από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄.
Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πυροβολικού απ' όπου αποφοίτησε ο Πρωθυπουργός Αλεξανδρος Κορυζής
Μετά τη λήξη των πολέμων ανέλαβε τμηματάρχης της ΕΤΕ και το 1919 γενικός επιθεωρητής. Από τη θέση αυτή, επί κυβερνήσεως Ε. Βενιζέλου, υπήρξε οικονομικός σύμβουλος του Υπάτου Αρμοστή στη Σμύρνη, Α. Στεργιάδη, την περίοδο 1919-1920 ιδρύοντας παράλληλα το υποκατάστημα της ΕΤΕ Σμύρνης. Αργότερα συνέβαλε στην ίδρυση του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού, (ΑΣΟ), του οποίου διετέλεσε πρώτος πρόεδρος (1925-28). Στις 12 Μαΐου του 1928 ανέλαβε υποδιοικητής της ΕΤΕ μετά την παραίτηση του Εμμ. Τσουδερού προκειμένου εκείνος εκλεγεί και διορισθεί υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Την εποχή εκείνη κατ΄ εντολή της τότε κυβέρνησης ο Α. Κορυζής συνέταξε το σχέδιο νόμου για τη δημιουργία του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου που αποτέλεσε στην ουσία και τον πρώτο συντονιστικό οικονομικό δημόσιο φορέα της Ελλάδας στην οικονομική πολιτική.
Μετά την αυθημερόν καταστολή του κινήματος του Ν. Πλαστήρα, (6 Μαρτίου 1933) όπου και ανέλαβε για λίγες ημέρες η κυβέρνηση Α. Οθωναίου, ο Α. Κορυζής διορίστηκε υπουργός Οικονομικών (6-10 Μαρτίου 1933) και στη συνέχεια επανήλθε στη θέση του. Τη επομένη της επιβολής του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά (4Αυγ. 1936)), στις 5 Αυγούστου του 1936, διορίστηκε υπουργός Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως όπου και παρέμεινε στη θέση αυτή επί τρία σχεδόν συνεχή χρόνια (ως τις 12 Ιουλίου 1939), όταν υπέβαλε παραίτηση που έγινε δεκτή.
Σημειώνεται ότι κατά την υπουργία του αυτή η προσφορά του κρίθηκε ιδιαίτερα σπουδαία ιδιαίτερα σε νομοθετικές ρυθμίσεις θεμάτων που απευθύνονταν στη λαϊκή βάση και αφορούσαν διοικητικό τομέα και κοινωνικής πρόνοιας τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο π.χ. νοσοκομείων και κοινωνικών κέντρων.Στη συνέχεια στις 9 Αυγούστου του ίδιου έτους διορίστηκε διοικητής της ΕΤΕ, μετά τον θάνατο του προκατόχου της θέσης αυτής Ι. Δροσοπούλου. Με τον θάνατο του Μεταξά, τον Ιανουάριο του 1941 και διαρκούντος του πολέμου, o Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ τον επέλεξε και τού ανέθεσε απ΄ ευθείας την πρωθυπουργία της Ελλάδας (29 Ιανουαρίου 1941), αποκλείοντας έτσι τους πρωτοκλασάτους υπουργούς του μεταξικού καθεστώτος και όχι μόνο.
Σημειώνεται ότι κατά την υπουργία του αυτή η προσφορά του κρίθηκε ιδιαίτερα σπουδαία ιδιαίτερα σε νομοθετικές ρυθμίσεις θεμάτων που απευθύνονταν στη λαϊκή βάση και αφορούσαν διοικητικό τομέα και κοινωνικής πρόνοιας τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο π.χ. νοσοκομείων και κοινωνικών κέντρων.Στη συνέχεια στις 9 Αυγούστου του ίδιου έτους διορίστηκε διοικητής της ΕΤΕ, μετά τον θάνατο του προκατόχου της θέσης αυτής Ι. Δροσοπούλου. Με τον θάνατο του Μεταξά, τον Ιανουάριο του 1941 και διαρκούντος του πολέμου, o Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ τον επέλεξε και τού ανέθεσε απ΄ ευθείας την πρωθυπουργία της Ελλάδας (29 Ιανουαρίου 1941), αποκλείοντας έτσι τους πρωτοκλασάτους υπουργούς του μεταξικού καθεστώτος και όχι μόνο.
Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη, του διορισμού του, ήταν εκτός πολιτικής σκηνής πλην όμως η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, η προσωπικότητά του και το ήθος του, για τα οποία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης απ΄ όλες τις πολιτικές παρατάξεις, συνέβαλαν ιδιαίτερα στην βασιλική επιλογή και προτίμησή του από τους πρωτοκλασάτους του Ι. Μεταξά. Ο Α. Κορυζής αποδεχθείς τον διορισμό ανέλαβε πρωθυπουργός καθώς και πρόεδρος του υπουργικού Συμβουλίου, υπουργός Εξωτερικών, υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, υπουργός Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας καλύπτοντας έτσι όλες τις υπουργικές θέσεις του Ι. Μεταξά, χωρίς βεβαίως για λόγους σκοπιμότητας να προβεί σε αλλαγές του υπουργικού συμβουλίου. Το δε μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό υπήρξε ιστορικό, κατά το οποίο και είχε πλήρη αντίληψη του "Γολγοθά" που αναλάμβανε και που θα κατέληγε σε θυσία.
Στις 6 Απριλίου του 1941, ο Κορυζής, πιστός στην παρακαταθήκη του προκατόχου του, απέρριψε το αίτημα των Γερμανών για απομάκρυνση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα απορρίπτοντας το τελεσίγραφο που του επέδωσε ο Γερμανός πρεσβευτής Έρμπαχ-Σένμπεροχ, υπόψη μισή ώρα μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής κατά σαφή παράβαση της σχετικής Σύμβασης της Χάγης, όπου υπ΄ αυτές τις συνθήκες ο πόλεμος χαρακτηρίζεται "αιφνίδιος".
Στις 18 Απριλίου, δώδεκα ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής, και ενώ μαίνονταν οι μάχες ο Κορυζής συμμετείχε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Αυτού ακολούθησε κατ' ιδίαν συνομιλία με τον βασιλέα Γεώργιο. Το τι ειπώθηκε ακριβώς σ' αυτή τη συνομιλία δεν έγινε ποτέ γνωστό, αν και εικάζεται ότι οι δύο άνδρες μπορεί να διαφώνησαν ως προς την συνέχιση του αγώνα με ενδεχόμενη μετακίνηση της ελληνικής κυβέρνησης στην Κρήτη, ή την αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Πάντως, ο Κορυζής εξήλθε συντετριμμένος από τη συνάντησή του με τον Βασιλέα με κατεύθυνση την οικία του στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας.
Ο Βασιλεύς ανησυχώντας για τον Κορυζή, που πολύ πιθανόν κάτι να είχε υπονοήσει στο λόγο του, έστειλε τον διάδοχο Παύλο στην οικία του. Φθάνοντας ο Παύλος και καθ΄ ον χρόνο μιλούσε στην είσοδο της πρωθυπουργικής κατοικίας με την σύζυγο του Κορυζή ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί από τον πρώτο όροφο. Ο Κορυζής είχε αυτοκτονήσει με δύο σφαίρες στην καρδιακή χώρα.
Ο Κορυζής ήταν σύζυγος της Ελισάβετ Τσιτσάρα, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: την Αικατερίνη, την Ελένη (Λένα, «Κυρία επί των Τιμών» της βασίλισσας Φρειδερίκης), την Ειρήνη (Ρένα, σύζυγος του εφοπλιστή Στρατή Ανδρεάδη) και τον Γεώργιο (απεβ. 1999). Τα παιδιά του δώρισαν το πατρικό τους σπίτι στον Πόρο για να γίνει αρχαιολογικό μουσείο.